Έγλειψε τα χείλη και ευχήθηκε να είχε κάτι να πιει. Διψούσε φοβερά, το στόμα του είχε ξεραθεί. Αυτό που τον κέντρισε ήταν ο ήχος του νερού. Έχοντας μόνο τη δίψα του για κριτήριο, ξεκίνησε, με κατεύθυνση προς εκείνο το σταθερό πλσνκ-πλονκ-πλονκ.
Ο διάδρομος εκτεινόταν δίχως να διασταυρώνεται με άλλους μικρότερους και δίχως την παραμικρή αλλαγή στην όψη. Τα μόνα χαρακτηριστικά ήταν οι άτεχνα φτιαγμένες πόρτες, σε κανονικά διαστήματα, τοποθετημένες σε αντικριστά ζευγάρια δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου, που το ξύλο τους ήταν σχισμένο και ξερό, παρά την υγρασία του αέρα. Οι σκιές που απλωνόταν μπροστά του έμεναν αναλλοίωτες και το νερό που έσταζε δεν ακουγόταν πιο κοντά. Μετά από πολλή ώρα, αποφάσισε να δοκιμάσει μια από τις πόρτες. Η πόρτα άνοιξε εύκολα και ο Ραντ μπήκε σε μια απωθητική αίθουσα με πέτρινους τοίχους.
Σ’ έναν τοίχο υπήρχε μια σειρά από καμάρες, που έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι από γκρίζες πέτρες και πιο πέρα φαινόταν ένας ουρανός, που σαν κι αυτόν έβλεπε για πρώτη φορά. Αυλακωμένα σύννεφα, μαύρα και γκρίζα, κόκκινα και πορτοκαλιά, περνούσαν τρέχοντας, σαν να τα έσπρωχναν θυελλώδεις άνεμοι και να τα έμπλεκαν ασταμάτητα. Κανένας δεν θα μπορούσε να έχει δει ποτέ τέτοιο ουρανό· δεν μπορούσε να υπάρχει.
Τράβηξε το βλέμμα από το μπαλκόνι, αλλά η υπόλοιπη αίθουσα δεν ήταν πιο ευχάριστη. Παράξενες καμπύλες και αλλόκοτες γωνίες, σαν να είχε κατασκευαστεί ο θάλαμος με τυχαίο λιώσιμο της πέτρας και κολώνες, που έμοιαζαν να φυτρώνουν από το γκρίζο πάτωμα. Φλόγες ξεπηδούσαν από το τζάκι, σαν φωτιά σιδηρουργείου που τη δυνάμωνε η φυσούνα, αλλά δεν ζέσταιναν. Το τζάκι ήταν φτιαγμένο από παράξενες οβάλ πέτρες· έμοιαζαν με απλές πέτρες, όταν το βλέμμα του ήταν πάνω τους, υγρές, παρά τη φωτιά, αλλά, αντίθετα, όταν τις κοίταζε με την άκρη του ματιού του, έμοιαζαν να είναι πρόσωπα, τα πρόσωπα ανδρών και γυναικών, που σπαρταρούσαν με αγωνία, που ούρλιαζαν σιωπηλά. Οι καρέκλες με τις ψηλές ράχες και το γυαλισμένο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου ήταν απολύτως φυσιολογικά, αλλά αυτό απλώς τόνιζε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της αίθουσας. Ένας καθρέφτης κρεμόταν μόνος του στον τοίχο, αλλά δεν ήταν καθόλου φυσιολογικός. Όταν τον κοίταξε είδε μόνο μια θολούρα, εκεί που θα έπρεπε να είναι το είδωλό του. Το υπόλοιπο δωμάτιο φαινόταν κανονικό, αυτός όμως όχι.
Ένας άνδρας στεκόταν μπροστά στο τζάκι. Δεν τον είχε προσέξει μπαίνοντας. Αν δεν ήξερε ότι ήταν αδύνατον, θα έλεγε ότι κανένας δεν ήταν εκεί προτού κοιτάξει τον άνδρα. Ήταν ντυμένος με σκούρα καλοραμμένα ρούχα κι έμοιαζε να είναι στην ακμή της ωριμότητάς του και ο Ραντ υπέθεσε πως οι γυναίκες θα τον θεωρούσαν ωραίο.
“Αλλη μια φορά συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο”, είπε ο άνδρας και, για μια στιγμή μόνο, τα μάτια του έγιναν ανοίγματα σε πελώρια σπήλαια φωτιάς.
Ο Ραντ τσίριξε και το έβαλε στα πόδια, τόσο απότομα που βγήκε στο διάδρομο παραπατώντας και έπεσε στην απέναντι πόρτα, ανοίγοντάς την με τη φόρα του. Στροβιλίστηκε και άρπαξε το χερούλι για να μην πέσει κάτω — και βρέθηκε να κοιτά, με γουρλωμένα μάτια, μια πέτρινη αίθουσα με έναν απίστευτο ουρανό, μέσα από τις καμάρες που έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι και ένα τζάκι...
“Δεν μου γλιτώνεις τόσο εύκολα”, είπε ο άνδρας.
Ο Ραντ στριφογύρισε, βγήκε τρεκλίζοντας από το δωμάτιο, προσπάθησε να ξαναβρεί την ισορροπία του δίχως να κόψει ταχύτητα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε διάδρομος. Πάγωσε, μισοσκυμμένος λίγο πιο πέρα από το γυαλισμένο τραπέζι και κοίταξε τον άνδρα δίπλα στο τζάκι. Ήταν προτιμότερο από το να κοιτά τις πέτρες του τζακιού, ή τον ουρανό.
“Είναι όνειρο”, είπε, καθώς ορθωνόταν. Άκουσε πίσω του το κλικ της πόρτας που έκλεινε. “Κάποιος εφιάλτης”. Έκλεισε τα μάτια, σκέφτηκε ότι ξυπνούσε. Όταν ήταν παιδί, η Σοφία είχε πει ότι αν μπορούσες να το κάνεις αυτό μέσα στον εφιάλτη, θα τελείωνε. Η.. Σοφία; Τι; Μακάρι να μην του ξέφευγαν συνεχώς οι σκέψεις του. Μακάρι να μην τον πονούσε το κεφάλι του, τότε θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Ξανάνοιξε τα μάτια. Το δωμάτιο ήταν πάλι όπως πριν, το μπαλκόνι, ο ουρανός. Ο άνδρας πλάι στο τζάκι.
“Είναι όνειρο;” είπε ο άνδρας. “Έχει σημασία;” Αλλη μια φορά, για μια στιγμή, το στόμα και τα μάτια του έγιναν παραθυράκια σε ένα καμίνι που έμοιαζε να εκτείνεται ως το άπειρο. Η φωνή του δεν άλλαξε· δεν φάνηκε να προσέχει τι είχε συμβεί.
Ο Ραντ τινάχτηκε, λίγο αυτή τη φορά, αλλά κατάφερε να μην τσιρίξει. Είναι όνειρο. Πρέπει να είναι όνειρο. Πάντως οπισθοχώρησε, έφτασε ως την πόρτα χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τον άνδρα στο τζάκι και δοκίμασε το χερούλι. Αυτό δεν κουνήθηκε· η πόρτα ήταν κλειδωμένη.