“Φαίνεσαι διψασμένος”, είπε ο άνδρας στο τζάκι. “Πιες”.
Στο τραπέζι υπήρχε ένα χρυσό κύπελλο που άστραφτε, στολισμένο με ρουμπίνια και αμέθυστους. Προηγουμένως δεν ήταν εκεί. Ο Ραντ ευχήθηκε να σταματούσε να τινάζεται συνεχώς. Ήταν μόνο ένα όνειρο. Το στόμα του το ένιωθε κατάξερο.
“Διψάω, λιγάκι”, είπε, παίρνοντας το κύπελλο. Ο άνδρας έγειρε μπροστά, με το χέρι στη ράχη μιας καρέκλας, παρακολουθώντας τον με προσοχή. Η μυρωδιά του κρασιού με τα καρυκεύματα έκανε τον Ραντ να καταλάβει πόσο πολύ διψούσε, σαν να είχε μέρες να πιει. Έτσι είναι;
Σταμάτησε, λίγο πριν το κύπελλο φτάσει στο στόμα του. Τολύπες καπνού υψώνονταν από τη ράχη της καρέκλας, ανάμεσα από τα δάχτυλα του άνδρα. Κι αυτά τα μάτια τον κοίταζαν με τόση ένταση, φανερώνοντας και κρύβοντας γοργά τις φλόγες.
Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη και ακούμπησε το κρασί στο τραπέζι, αδοκίμαστο. “Δεν διψάω όσο νόμιζα”. Ο άνδρας ορθώθηκε απότομα, με πρόσωπο ανέκφραστο. Η απογοήτευσή του δεν θα ήταν πιο φανερή, ακόμα κι αν έβριζε. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι είχε μέσα το κρασί. Αλλά, φυσικά, η ερώτηση ήταν ανόητη. Όλα αυτά ήταν όνειρο. Τότε γιατί δεν τελειώνει; “Τι θέλεις;” ζήτησε να μάθει. “Ποιος είσαι;”
Φλόγες υψώθηκαν από τα μάτια και το στόμα του άνδρα· ο Ραντ φαντάστηκε πως άκουγε το μουγκρητό τους. “Μερικοί με αποκαλούν Μπα’άλζαμον”.
Ο Ραντ έτρεξε αμέσως στην πόρτα, τράνταξε με μανία το χερούλι. Κάθε σκέψη περί ονείρου είχε χαθεί. Ο Σκοτεινός. Το χερούλι δεν υποχωρούσε, αλλά αυτός συνέχισε να το στρίβει.
“Είσαι εκείνος;” είπε ξαφνικά ο Μπα’άλζαμον. “Δεν μπορείς να μου το κρύβεις για πάντα. Δεν μπορείς να κρύψεις τον εαυτό σου από μένα, ούτε στο ψηλότερο βουνό, ούτε στη βαθύτερη σπηλιά. Σε ξέρω, ως τα μύχια του είναι σου”.
Ο Ραντ γύρισε για να αντικρίσει τον άνδρα — να αντικρίσει τον Μπα’άλζαμον. Ξεροκατάπιε. Ήταν εφιάλτης. Άπλωσε το χέρι για να τραβήξει μια τελευταία φορά το χερούλι, έπειτα όρθωσε το κορμί του.
“Περιμένεις να βρεις δόξα;” είπε ο Μπα’άλζαμον. “Εξουσία; Σου είπαν ότι ο Οφθαλμός του Κόσμου θα σε υπηρετούσε; Τι δόξα και τι εξουσία έχει η μαριονέτα; Τα νήματα που σε κινούν υφαίνονται αιώνες τώρα. Ο πατέρας σου επελέγη από τον Λευκό Πύργο, σαν επιβήτορας που τον έδεσαν και τον πήγαν να κάνει τη δουλειά του. Η μητέρα σου δεν ήταν παρά μια φοράδα, που γέννησε για τα σχέδιά τους. Κι αυτά τα σχέδια οδηγούν στο θάνατό σου”.
Τα χέρια του Ραντ έσφιξαν κι έγιναν γροθιές. “Ο πατέρας μου είναι καλός άνθρωπος, το ίδιο ήταν και η μητέρα μου. Μην μιλάς γι’ αυτούς!”
Οι φλόγες γέλασαν. “Έχεις λοιπόν λίγο σθένος μέσα σου. Μπορεί να είσαι εκείνος. Μα αυτό δεν θα σε ωφελήσει. Η Έδρα της Άμερλιν θα σε χρησιμοποιήσει, ώσπου να καείς, όπως ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν ο Ντάβιαν και ο Γιούριαν Στόουνμποου και ο Γκουαίρ Αμαλάσαν και ο Ραολίν Ντάρκσμπεην. Όπως χρησιμοποιείται ο Λογκαίν. Θα σε χρησιμοποιήσουν, μέχρι να μην μείνει τίποτα από σένα”.
“Δεν ξέρω...” Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Εκείνη η μοναχική στιγμή, που γεννήθηκε από το θυμό και του επέτρεψε να δει καθαρά, είχε περάσει. Προσπάθησε να την ξαναβρεί, παρ’ όλο που δεν θυμόταν πώς την είχε βρει την πρώτη φορά. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Έπιασε μια, σαν σχεδία σε ρουφήχτρα. Πρόφερε τις λέξεις με κόπο και η φωνή του δυνάμωσε όσο μιλούσε. “Είσαι... αιχμαλωτισμένος... στο Σάγιολ Γκουλ. Εσύ και όλοι οι Αποδιωγμένοι... σας αιχμαλώτισε ο Δημιουργός, ως το τέλος του άπειρου χρόνου!”
“Το τέλος του χρόνου;” τον κορόιδεψε ο Μπα’άλζαμον. “Ζεις σαν σκαθάρι κάτω από μια πέτρα και νομίζεις ότι η γλίτσα σου είναι το σύμπαν. Ο θάνατος του χρόνου θα μου δώσει δύναμη, τέτοια που ούτε στα όνειρα σου έχεις δει, σκουλήκι”.
“Είσαι αιχμαλωτισμένος—”
“Ανόητε, δεν με αιχμαλώτισαν ποτέ!” Οι φωτιές του προσώπου του μούγκρισαν, με τόση κάψα που ο Ραντ έκανε ένα βήμα πίσω, σηκώνοντας τα χέρια για να προστατευτεί. Η ζέστη στέγνωσε τον ιδρώτα στις παλάμες του. “Στάθηκα στον ώμο του Λουζ Θέριν Τέλαμον, όταν έκανε την πράξη που του έδωσε το όνομά του. Εγώ του είπα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και όσους ήταν αίμα του και όσους ζωντανούς αγαπούσε, ή τον αγαπούσαν. Εγώ του χάρισα μια στιγμή λογικής, για να καταλάβει τι είχε κάνει. Άκουσες ποτέ ψυχή ανθρώπου να ουρλιάζει, σκουλήκι; Μπορούσε τότε να με χτυπήσει. Δεν θα νικούσε, μα μπορούσε να προσπαθήσει. Αντίθετα, κάλεσε την πολύτιμη, τη Μία Δύναμή του, εναντίον του εαυτού του, τόσο που η γη άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε το Όρος του Δράκοντα για να δείχνει τον τάφο του.