Выбрать главу

“Χίλια χρόνια μετά έστειλα τους Τρόλοκ να σπαράξουν το νότο και για τρεις αιώνες ρήμαζαν τον κόσμο. Αυτές οι τυφλές κι ανόητες της Ταρ Βάλον είπαν ότι στο τέλος νικήθηκα, μα το Δεύτερο Σύμφωνο, το Σύμφωνο των Δέκα Εθνών, τσακίστηκε και δεν ξαναγινόταν και ποιος έμεινε τότε να μου αντισταθεί; Μίλησα ψιθυριστά στο αυτί του Αρτουρ του Γερακόφτερου και στα πέρατα της γης πέθαναν Άες Σεντάι. Ψιθύρισα ξανά και ο Υψηλός Βασιλιάς έστειλε τα στρατεύματά του να περάσουν τον Ωκεανό Αρυθ, να περάσουν τη Θάλασσα του Κόσμου κι έτσι σφράγισε δύο ολέθρους. Τον όλεθρο που βρήκε το όνειρο του για μια γη και έναν λαό και έναν άλλο όλεθρο, που δεν έχει έρθει ακόμα. Ήμουν στο νεκροκρέβατό του, όταν του είπαν οι σύμβουλοί του ότι μόνο οι Άες Σεντάι μπορούσαν να του σώσουν τη ζωή. Μίλησα, και διέταξε να ρίξουν τους συμβούλους του στην πυρά Μίλησα, και τα τελευταία λόγια του Υψηλού Βασιλιά ήταν ότι έπρεπε να καταστραφεί η Ταρ Βάλον.

“Όταν δεν άντεξαν να σταθούν μπροστά μου τέτοιοι άνθρωποι, τι μπορείς να κάνεις εσύ, ένα βατραχάκι, σκυμμένο δίπλα σε μια λασπολακούβα του δάσους; Θα με υπηρετήσεις, ή θα χορεύεις στα νήματα των Άες Σεντάι μέχρι να πεθάνεις. Και μετά θα είσαι δικός μου. Οι νεκροί μου ανήκουν!”

“Όχι”, μουρμούρισε ο Ραντ, “όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο!”

“Νομίζεις πως στα όνειρα σου είσαι ασφαλής; Κοίτα!” πρόσταξε ο Μπα’άλζαμον και το κεφάλι του Ραντ γύρισε μόνο του, χωρίς να το γυρίζει ο ίδιος· δεν ήθελε να δει.

Το κύπελλο είχε χαθεί από το τραπέζι. Στη θέση του καθόταν ένας μεγάλος αρουραίος, που ανοιγόκλεινε τα μάτια στο φως και μυριζόταν τον αέρα επιφυλακτικά. Ο Μπα’άλζαμον λύγισε το δάχτυλο του και ο αρουραίος στρίγκλισε και κύρτωσε την πλάτη, με τα μπροστινά του πόδια να υψώνονται στον αέρα, ενώ ισορροπούσε αδέξια στα πίσω. Το δάχτυλο λύγισε κι άλλο κι ο αρουραίος αναποδογύρισε με μανιασμένες κινήσεις, τινάζοντας τα πόδια προς το τίποτα, τσιρίζοντας με στριγκή φωνή, ενώ η ράχη του κύρτωνε, κύρτωνε συνεχώς. Ακούστηκε ένας οξύς κρότος, σαν κλαράκι που σπάει και ο αρουραίος ρίγησε βίαια και έμεινε ασάλευτος, διπλωμένος σχεδόν στα δύο.

Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Στα όνειρα μπορούν να συμβούν τα πάντα”, μουρμούρισε. Δίχως να κοιτάξει, χτύπησε πάλι την πόρτα με τη γροθιά. Το χέρι του πόνεσε, αλλά δεν ξύπνησε.

“Πήγαινε τότε στις Άες Σεντάι. Πήγαινε στο Λευκό Πύργο και πες τους. Πες στην Έδρα της Αμερλιν γι’ αυτό το... όνειρο”. Ο άνδρας γέλασε· ο Ραντ ένιωσε στο πρόσωπό του τη θερμότητα από τις φλόγες. “Είναι ένας τρόπος για να γλιτώσεις απ’ αυτές. Έτσι δεν θα σε χρησιμοποιήσουν, αφού θα μάθουν αυτό που ξέρω. Αλλά θα σε αφήσουν να ζήσεις, για να διαδίδεις ιστορίες γι’ αυτά που κάνουν; Είσαι τόσο ανόητος που θα πίστευες κάτι τέτοιο; Οι στάχτες πολλών ομοίων σου είναι σκορπισμένες στο Όρος του Δράκοντα”.

“Είναι όνειρο”, είπε λαχανιασμένος ο Ραντ. “Είναι όνειρο και θα ξυπνήσω”.

“Θα ξυπνήσεις;” Ο Ραντ είδε με την άκρη του ματιού το δάχτυλο του άλλου να τον σημαδεύει. “Θα ξυπνήσεις, άραγε;” Το δάχτυλο λύγισε και ο Ραντ ούρλιαξε, καθώς το σώμα του κύρτωνε προς τα πίσω και όλοι οι μύες του τον πίεζαν κι άλλο. “Θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά;”

Ο Ραντ πετάχτηκε σπασμωδικά στο σκοτάδι, με τα χέρια του να σφίγγουν κάτι. Μια κουβέρτα. Από το παράθυρο έπεφτε η αχνή λάμψη του φεγγαριού. Στα άλλα δύο κρεβάτια υπήρχαν σκιερές μορφές. Ένα ροχαλητό ακούστηκε από τη μία, σαν μουσαμάς που σχιζόταν: ο Θομ Μέριλιν. Μερικά κάρβουνα έλαμπαν ανάμεσα στις στάχτες του τζακιού.

Ήταν όνειρο, λοιπόν, σαν εκείνον τον εφιάλτη στο Πανδοχείο της Οινοπηγής τη μέρα του Μπελ Τάιν. Ήταν όλα όσα είχε ακούσει και όσα είχε κάνει, ανακατεμένα με παλιές ιστορίες και χαζομάρες από το πουθενά. Τράβηξε την κουβέρτα στους ώμους του, αλλά αυτό που τον έκανε να τρέμει δεν ήταν το κρύο. Τον πονούσε και το κεφάλι του. Ίσως η Μουαραίν μπορούσε να κάνει κάτι για να σταματήσει αυτά τα όνειρα. Είπε ότι μπορούσε να βοηθήσει όποιον είχε εφιάλτες.

Ξεφύσηξε και ξάπλωσε. Άραγε, τα όνειρα ήταν τόσο άσχημα, που έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια μιας Άες Σεντάι; Από την άλλη μεριά, τι το χειρότερο μπορούσε να κάνει; Είχε αφήσει τους Δύο Ποταμούς, είχε φύγει μαζί με μια Άες Σεντάι. Αλλά τότε δεν είχε επιλογή, φυσικά. Είχε λοιπόν τώρα άλλη διέξοδο παρά να την εμπιστευτεί; Μια Άες Σεντάι; Αυτές οι σκέψεις ήταν χειρότερες κι από το όνειρο. Κουκουλώθηκε με την κουβέρτα, προσπάθησε να βρει τη γαλήνη του κενού, όπως του είχε μάθει ο Ταμ, αλλά ο ύπνος άργησε να έρθει.

15

Ξένοι και Φίλοι

Το φως του ήλιου, που χυνόταν στο στενό κρεβάτι, έβγαλε τελικά τον Ραντ από τον βαθύ, μα ανήσυχο ύπνο του. Σκέπασε το κεφάλι με το μαξιλάρι του, αλλά το φως πάλι περνούσε και ο Ραντ δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί. Το πρώτο όνειρο το είχαν ακολουθήσει πολλά ακόμη. Μόνο το πρώτο θυμόταν, αλλά δεν ήθελε κι άλλα.