Πέταξε αναστενάζοντας το μαξιλάρι κατά μέρος και ανασηκώθηκε, κάνοντας γκριμάτσες καθώς τεντωνόταν. Τα πονάκια, που νόμιζε πως είχαν φύγει με το μπάνιο, είχαν επιστρέψει. Κι επίσης, το κεφάλι του πονούσε. Αυτό δεν τον ξάφνιασε. Με τέτοιο όνειρο, ο καθένας θα πάθαινε πονοκέφαλο. Τα άλλα όνειρα είχαν ξεθωριάσει, μα όχι αυτό.
Τα υπόλοιπα κρεβάτια ήταν άδεια. Από το παράθυρο έπεφτε το φως αρκετά λοξά· ο ήλιος ήταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα. Αν ήταν στο αγρόκτημα, τέτοια ώρα θα είχε ήδη βάλει κάτι να φάει και θα είχε αρχίσει τις δουλειές του. Βγήκε από το κρεβάτι μουρμουρίζοντας θυμωμένα. Ολόκληρη πόλη για να δει και δεν τον είχαν ξυπνήσει. Τουλάχιστον κάποιος είχε φροντίσει να υπάρχει νερό στην κανάτα και μάλιστα ήταν ακόμα ζεστό.
Πλύθηκε και ντύθηκε γρήγορα, δίστασε για μια στιγμή μπροστά στο σπαθί του Ταμ. Ο Λαν και ο Θομ είχαν αφήσει στο δωμάτιο τα σακίδια από τις σέλες και τις κουβέρτες, φυσικά, αλλά το σπαθί του Πρόμαχου δεν φαινόταν πουθενά. Ο Λαν φορούσε το σπαθί του στο Πεδίο του Έμοντ πριν τις φασαρίες. Ο Ραντ σκέφτηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα του μεγαλύτερου του. Είπε στον εαυτό του πως δεν το έκανε επειδή συχνά ονειρευόταν να περπατήσει στους δρόμους μιας πραγματικής πόλης φορώντας σπαθί, το έβαλε στη ζώνη του και έριξε το μανδύα πάνω στους ώμους του, σαν πανωφόρι.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια δύο-δύο και πήγε βιαστικά στην κουζίνα. Σίγουρα εκεί θα έτρωγε πιο γρήγορα μια μπουκιά φαγητό και ήδη είχε σπαταλήσει άδικα αρκετό χρόνο τη μόνη μέρα που θα είχε για να δει το Μπάερλον. Μα το αίμα και τις στάχτες, έπρεπε να με ξυπνήσουν.
Ο αφέντης Φιτς ήταν στην κουζίνα και τσακωνόταν με μια παχουλή γυναίκα, της οποίας τα χέρια ήταν αλευρωμένα ως τους αγκώνες, προφανώς τη μαγείρισσα. Ή, μάλλον, εκείνη τσακωνόταν μαζί του, κουνώντας το δάχτυλό της κάτω από τη μύτη του. Οι σερβιτόρες και οι λαντζιέρισσες, οι βοηθοί σερβιτόροι και οι ψήστες, όλοι δούλευαν τρέχοντας, αγνοώντας επιμελώς αυτό που συνέβαινε μπροστά τους.
“... είναι καλός γάτος ο Κίρι μου”, έλεγε η μαγείρισσα με έντονο ύφος, “και δεν θέλω κουβέντα, άκουσες; Μου γκρινιάζεις επειδή κάνει τη δουλειά του καλά, έτσι το βλέπω εγώ”.
“Μου διαμαρτυρήθηκαν”, κατόρθωσε να πει επιτέλους ο αφέντης Φιτς. “Διαμαρτυρήθηκαν, κυρά. Οι μισοί καλεσμένοι—”
“Δεν ακούω τίποτα. Δεν θέλω ν’ ακούσω. Αν θέλουν να διαμαρτυρηθούν για το γάτο μου, ας μαγειρέψουν αυτοί. Εγώ κι ο καημένος ο γερο-γάτος μου, που κάνει μόνο τη δουλειά του, θα πάμε κάπου που να μας καταλαβαίνουν, θα δεις εσύ”. Έλυσε την ποδιά της και έκανε να τη βγάλει, υψώνοντας την πάνω από το κεφάλι της.
“Όχι!” είπε με ψιλή φωνή ο αφέντης Φιτς και όρμηξε να τη σταματήσει. Χόρεψαν κάνοντας κύκλο, καθώς η μαγείρισσα προσπαθούσε να βγάλει την ποδιά της και ο πανδοχέας να της την ξαναφορέσει. “Όχι, Σάρα!” της είπε λαχανιασμένος. “Δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Δεν υπάρχει λόγος, σου λέω! Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Ο Κίρι είναι θαυμάσιος γάτος. Υπέροχος γάτος. Είναι ο καλύτερος γάτος στο Μπάερλον. Αν παραπονεθεί άλλος, θα του πω ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ο γάτος κάνει τη δουλειά του. Ναι, ευγνώμων. Μην φεύγεις. Σάρα; Σάρα!”
Η μαγείρισσα σταμάτησε το χορό τους και κατάφερε να τραβήξει την ποδιά της από τα χέρια του. “Εντάξει, λοιπόν. Εντάξει”. Έσφιξε την ποδιά και με τα δύο χέρια, αλλά δεν την ξανάδεσε. “Αλλά, αν θέλεις να υπάρχει έτοιμο φαΐ το μεσημέρι, φεύγα και άσε με να δουλέψω. Μπορεί το πανδοχείο να είναι δικό σου, αλλά η κουζίνα είναι δική μου. Εκτός αν θέλεις να μαγειρέψεις εσύ;” Έκανε να του δώσει την ποδιά.
Ο αφέντης Φιτς οπισθοχώρησε απλώνοντας τα χέρια. Άνοιξε το στόμα, έπειτα σταμάτησε, κοιτάζοντας για πρώτη φορά γύρω του. Οι βοηθοί στην κουζίνα ακόμη αγνοούσαν επιμελώς τη μαγείρισσα και τον πανδοχέα και ο Ραντ άρχισε να ερευνά εξονυχιστικά τις τσέπες του παλτού του, μολονότι, αν εξαιρούσες το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν, δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο μερικά χάλκινα και μια χούφτα ψιλολόγια. Ο σουγιάς του και η ακονόπετρά του. Δύο επιπλέον χορδές τόξου και ένας σπάγκος, που ίσως του φαινόταν χρήσιμος.
“Σάρα”, είπε ο αφέντης Φιτς προσέχοντας τα λόγια του, “είμαι βέβαιος πως θα τα κάνεις όλα τέλεια, όπως συνήθως”. Έριξε μια τελευταία καχύποπτη ματιά στους βοηθούς της κουζίνας και έφυγε, με όση αξιοπρέπεια του απέμενε.
Η Σάρα περίμενε να φύγει, πριν ξαναδέσει την ποδιά της κι έπειτα στύλωσε το βλέμμα της στον Ραντ. “Θα θες να φας, ε; Έλα, λοιπόν”. Του έριξε ένα σύντομο χαμόγελο. “Δεν τρώω ανθρώπους, μη νομίζεις, ό,τι και να είδες τώρα, που κακώς το είδες. Σίελ, φέρε στο παλικαράκι λίγο ψωμί και τυρί και γάλα. Μόνο αυτά έχουμε τώρα. Κάθισε, παλικάρι μου. Οι φίλοι σου βγήκαν έξω, μόνο ένας έμεινε, που άκουσα ότι είναι αδιάθετος και θα θες κι εσύ να βγεις”.