Μια σερβιτόρα έφερε ένα δίσκο τη στιγμή που ο Ραντ καθόταν στο τραπέζι. Αρχισε να τρώει και η μαγείρισσα συνέχισε να ζυμώνει ψωμί, όμως είχε να του πει κι άλλα.
“Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό που είδες τώρα δα. Ο αφέντης Φιτς είναι καλός άνθρωπος, έστω κι αν εσείς οι άντρες είστε πάντα μπελάς. Του έδωσαν στα νεύρα τα παράπονα του κόσμου και πες μου, γιατί παραπονιούνται; Θα προτιμούσαν να βρουν ζωντανά ποντίκια, αντί για ψόφια; Αν και ο Κίρι δεν συνηθίζει να αφήνει έτσι τα κατορθώματα του. Και πάνω από δώδεκα ποντίκια; Ο Κίρι δεν θα άφηνε να μπουν τόσα στο πανδοχείο. Είναι καθαρό μέρος, όχι από κείνα που έχουν τέτοιο μπελά. Και οι ράχες τους ήταν τσακισμένες”.
Το ψωμί και το τυρί πήραν γεύση στάχτης στο στόμα του Ραντ. “Οι ράχες τους ήταν σπασμένες;”
Η μαγείρισσα κούνησε το χέρι της, που ήταν σκεπασμένο με αλεύρι. “Να σκέφτεσαι τα ωραία πράγματα, έτσι το βλέπω εγώ. Μας ήρθε Βάρδος, ξέρεις. Αυτή τη στιγμή είναι στην κοινή αίθουσα. Αλλά ήρθες μαζί του, ε; Είσαι από την παρέα που ήρθε με την κυρά Αλυς χτες το βράδυ. Καλά το κατάλαβα. Δεν θα προλάβω να δω τον Βάρδο, έτσι νομίζω, με το πανδοχείο γεμάτο και μάλιστα γεμάτο αποβράσματα από τα ορυχεία”. Χτύπησε με δύναμη τη ζύμη. “Συνήθως δεν αφήνουμε να μπει τέτοιος κόσμος, αλλά ξεχείλισαν την πόλη. Τι να πω, έχει και χειρότερους. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω να δω Βάρδο από πριν από το χειμώνα και...”
Ο Ραντ έτρωγε μηχανικά, χωρίς να γεύεται τίποτα, χωρίς να ακούει τα λόγια της μαγείρισσας. Ψόφια ποντίκια, με τις ράχες σπασμένες. Απόφαγε βιαστικά, ψέλλισε ένα ευχαριστώ και έτρεξε έξω. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον.
Με εξαίρεση το σκοπό τους, η κοινή αίθουσα του Ελαφιού και του Λιονταριού δεν είχε πολλά κοινά με την αντίστοιχή της στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Ήταν διπλή στο φάρδος και τριπλή στο μήκος και στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένες πολύχρωμες εικόνες από ολοστόλιστα κτίρια, με κήπους γεμάτους ψηλά δέντρα και λαμπερά λουλούδια. Αντί για ένα πελώριο τζάκι, υπήρχε ένα κανονικό σε κάθε τοίχο και δεκάδες τραπέζια έκρυβαν το πάτωμα, με όλες τις καρέκλες, τους πάγκους και τα σκαμνιά πιασμένα.
Όλοι οι θαμώνες του πλήθους είχαν πίπες στο στόμα και ποτήρια στα χέρια κι έγερναν μπροστά, με την προσοχή τους καθηλωμένη σε ένα πράγμα: τον Θομ, που στεκόταν πάνω σε ένα τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, με τον πολύχρωμο μανδύα του πεταμένο σε μια κοντινή καρέκλα. Ακόμα και ο αφέντης Φιτς είχε μαρμαρώσει, κρατώντας ένα ασημένιο κύπελλο και ένα ξεσκονόπανο.
“...αργυρές οπλές, που ποδοβολούν το χώμα και καμαρωτοί, υψωμένοι λαιμοί”, απήγγειλε ο Θομ, ενώ, με κάποιον τρόπο, κατάφερνε, όχι μόνο να ιππεύει άλογο, αλλά και να είναι ένας από μια μακρά πομπή αναβατών. “Μεταξωτές χαίτες ανεμίζουν, καθώς τα άλογα τινάζουν τα κεφάλια. Χίλια πεταρίστά λάβαρα μαστιγώνουν με ουράνια τόξα τον ατέλειωτο ουρανό. Εκατό χαλκόφωνες τρομπέτες σχίζουν τον αέρα και τα τύμπανα χτυπούν σαν κεραυνοί. Σαν το ένα κύμα μετά το άλλο ξεπηδούν οι ζητωκραυγές από τις χιλιάδες των θεατών, κυλούν πάνω από τις στέγες και τους πύργους του Ίλιαν και σκάνε, χωρίς να ακουστούν, στα χιλιάδες αυτιά των καβαλάρηδων, των οποίων τα μάτια και οι καρδιές λάμπουν από την ιερή αναζήτηση τους. Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος ξεκινά, οι κυνηγοί αναζητούν το Κέρας του Βαλίρ που θα καλέσει τους ήρωες των Εποχών από τον τάφο, να δώσουν μάχη για το Φως...”
Ήταν ο Απλός Ρυθμός, όπως τον ονόμαζε ο Βάρδος τα βράδια δίπλα στη φωτιά, καθώς ταξίδευαν προς το βορρά. Οι ιστορίες, τους είχε πει, λέγονται με τρεις φωνές, τον Υψηλό Ρυθμό, τον Απλό Ρυθμό και το Συνήθη, κάτι που σήμαινε, απλώς, ότι τις έλεγες όπως θα μιλούσες στο γείτονα για τα σπαρτά σου. Ο Θομ έλεγε ιστορίες στον Συνήθη, αλλά δεν έκρυβε την περιφρόνηση του γι’ αυτή τη φωνή.
Ο Ραντ έκλεισε την πόρτα χωρίς να μπει μέσα και έγειρε στον τοίχο. Δεν θα άκουγε συμβουλές από τον Θομ. Η Μουαραίν — αυτή, άραγε, τι θα έκανε αν το μάθαινε;
Κατάλαβε πως αυτοί που τον προσπερνούσαν τον κοίταζαν παράξενα και συνειδητοποίησε πως μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Έστρωσε το παλτό του και ανασηκώθηκε. Έπρεπε να μιλήσει με κάποιον. Η μαγείρισσα είχε πει πως άλλος ένας από την ομάδα είχε μείνει μέσα. Βίασε τον εαυτό του να μην πάει τρέχοντας.
Χτύπησε την πόρτα του δωματίου που είχαν κοιμηθεί τα άλλα αγόρια και έχωσε το κεφάλι του μέσα. Μόνο ο Πέριν ήταν εκεί, ξαπλωμένος, χωρίς να έχει ντυθεί ακόμα. Έστριψε το κεφάλι στο μαξιλάρι για να κοιτάξει τον Ραντ, έπειτα ξανάκλεισε τα μάτια. Το τόξο και η φαρέτρα του Ματ ήταν ακουμπισμένα σε μια γωνιά.