Выбрать главу

Ο Ραντ ανατρίχιασε. “Και τι είδες;”

“Όταν είστε όλοι μαζί ομάδα; Σπίθες στροβιλίζονται ολόγυρά σας, χιλιάδες, και μια μεγάλη σκιά, σκοτεινότερη από τα βάθη της νύχτας. Είναι τόσο δυνατή, που απορώ γιατί δεν τη βλέπουν όλοι. Οι σπίθες προσπαθούν να γεμίσουν τη σκιά και η σκιά προσπαθεί να καταπιεί τις σπίθες”. Σήκωσε τους ώμους. “Είστε ενωμένοι για κάτι επικίνδυνο, αλλά δεν διακρίνω τίποτα άλλο”.

“Όλοι μας;” μουρμούρισε ο Ραντ. “Και η Εγκουέν μαζί; Αλλά δεν κυνηγούσαν — θέλω να πω —”

Η Μιν δεν έδειξε να προσέχει αυτό που του είχε ξεφύγει. “Η κοπέλα; Είναι κι αυτή μέσα. Και ο Βάρδος. Όλοι σας. Είσαι ερωτευμένος μαζί της”. Εκείνος την κοίταξε. “Το καταλαβαίνω χωρίς να δω εικόνες. Σ’ αγαπά κι αυτή, αλλά δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι’ αυτήν. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θέλετε”.

“Τι πάει να πει αυτό;”

“Όταν την κοιτάζω, βλέπω το ίδιο που βλέπω στην... κυρά Αλυς. Κι άλλα πράγματα, πράγματα που δεν καταλαβαίνω, αλλά ξέρω τι σημαίνει αυτό. Δεν θα το αρνηθεί”.

“Όλα αυτά είναι βλακείες”, είπε αμήχανα ο Ραντ. Σιγά-σιγά, αντί για πονοκέφαλο ένιωθε το κεφάλι του να μουδιάζει. Ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτή την κοπέλα και τα πράγματα που έβλεπε. Αλλά όμως... “Τι βλέπεις ότι κοιτάζεις... εμάς τους άλλους;”

“Πολλά και διάφορα”, είπε η Μιν, χαμογελώντας, σαν να ήξερε τι ήθελε να τη ρωτήσει. “Ο Φρου... ε... ο αφέντης Άτρα έχει εφτά ερειπωμένους πύργους γύρω από το κεφάλι του κι ένα μωρό, που κρατά σπαθί μέσα σε κούνια και...” Κούνησε το κεφάλι της. “Άνδρες σαν αυτόν —μπορείς να το καταλάβεις- έχουν πάντα τόσες εικόνες, που σπρώχνουν η μια την άλλη. Οι πιο δυνατές εικόνες γύρω από τον Βάρδο είναι ένας άνδρας —όχι αυτός- που παίζει με τη φωτιά και ο Λευκός Πύργος κι αυτό δεν έχει νόημα, αφού μιλάμε για άνδρα. Οι πιο δυνατές εικόνες που βλέπω, σε κείνον τον μεγαλόσωμο με τα σγουρά μαλλιά, είναι ένας λύκος, ένα σπασμένο σπαθί και δέντρα που ανθίζουν ολόγυρα του. Και στον άλλο — έναν κόκκινο αετό, ένα μάτι σε ζυγαριά, ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι, ένα κέρας και ένα γελαστό πρόσωπο. Υπάρχουν κι άλλα, όμως καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αυτή τη φορά δεν βγάζω άκρη πουθενά”. Τον περίμενε, χαμογελώντας πλατιά, ώσπου αυτός έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και τη ρώτησε.

“Και σε μένα;”

Το χαμόγελό της έδειχνε πως ήταν έτοιμη να γελάσει δυνατά. “Τα ίδια με τους υπόλοιπους. Ένα σπαθί που δεν είναι σπαθί, ένα χρυσό δάφνινο στεφάνι, ένα ραβδί ζητιάνου, εσένα που χύνεις νερό στην άμμο, ένα ματωμένο χέρι και ένα λευκοπυρωμένο σίδερο, τρεις γυναίκες να στέκονται σε επικήδειο βάθρο, με σένα πάνω του, ένας μαύρος βράχος, που τον βρέχει το αίμα—”

“Εντάξει”, την έκοψε νιώθοντας ταραχή. “Μην τα αραδιάσεις όλα”.

“Κυρίως βλέπω αστραπές τριγύρω σου, μερικές σε χτυπούν, μερικές βγαίνουν από μέσα σου. Δεν ξέρω τι σημαίνουν αυτά, αλλά μόνο τούτο. Εσύ κι εγώ θα ανταμώσουμε ξανά”. Του έριξε ένα απορημένο βλέμμα, σαν να μην το καταλάβαινε ούτε αυτό.

“Γιατί να μην ξανανταμώσουμε;” της είπε. “Γυρνώντας στο σπίτι, θα περάσω από δω”.

“Έτσι φαντάζομαι”. Ξαφνικά το χαμόγελο της εμφανίστηκε πάλι, ειρωνικό και μυστηριώδες. Του χάιδεψε το μάγουλο. “Αλλά, αν σου έλεγα ό,τι βλέπω, τα μαλλιά σου θα γίνονταν σγουρά, σαν του φίλου σου με τις φαρδιές πλάτες”

Εκείνος τινάχτηκε, διώχνοντας το χέρι της σαν να ήταν καυτό. “Τι εννοείς; Είδες τίποτα για αρουραίους; Ή για όνειρα;”

“Αρουραίους! Όχι, όχι αρουραίους. Όσο για τα όνειρα, μπορεί για σένα να είναι όνειρα, αλλά για μένα όχι”.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήταν τρελή, έτσι που χαμογελούσε πλατιά. “Πρέπει να φύγω”, είπε, κάνοντας να την προσπεράσει. “Πρέπει... πρέπει να βρω τους φίλους μου”.

“Πήγαινε, λοιπόν. Αλλά δεν ξεφεύγεις έτσι”.

Ο Ραντ μπορεί να μην το έβαλε στα πόδια, αλλά κάθε βήμα που έκανε ήταν πιο γρήγορο από το προηγούμενο.

“Τρέξε αν θες”, του φώναξε από πίσω. “Από μένα δεν ξεφεύγεις”.

Το γέλιο της τον κυνήγησε στην αυλή του στάβλου και στο δρόμο, στην ανθρωποπλημμύρα. Τα τελευταία λόγια της έμοιαζαν με κείνο που είχε πει Μπα’άλζαμον. Καθώς προχωρούσε βιαστικά στο πλήθος έπεσε πάνω σε ανθρώπους που του πέταξαν βαριές κουβέντες και άγριες ματιές, αλλά δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν βρέθηκε μακριά από το πανδοχείο.

Μετά από λίγη ώρα άρχισε πάλι να προσέχει γύρω του. Αισθανόταν ότι το κεφάλι του ήταν σαν μπαλόνι, αλλά κοίταζε και απολάμβανε το θέαμα. Του φάνηκε πως το Μπάερλον ήταν σπουδαία πόλη, αν και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι πόλεις στις ιστορίες του Θομ. Περιπλανήθηκε σε πλατιούς δρόμους, που οι περισσότεροι ήταν στρωμένοι με πλάκες και σε δαιδαλώδη στενάκια, όπου τον τραβούσαν η τύχη και οι κινήσεις του πλήθους. Τη νύχτα είχε πέσει βροχή και οι δρόμοι δίχως πλακόστρωτο ήταν γεμάτοι λάσπες, που τις είχαν ανακατέψει τα πόδια του πλήθους, αλλά, για τον Ραντ, οι λασπωμένοι δρόμοι δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Οι δρόμοι του Πεδίου του Έμοντ δεν ήταν πλακοστρωμένοι.