Выбрать главу

Δεν υπήρχαν παλάτια και λίγα σπίτια ήταν μεγαλύτερα από τα σπίτια στην πατρίδα του, όμως παντού υπήρχαν στέγες από λιθοκέραμα ή κεραμίδια, φινετσάτες, σαν τη στέγη του Πανδοχείου της Οινοπηγής. Υπέθετε πως στο Κάεμλυν θα υπήρχαν ένα-δυο παλάτια. Όσο για πανδοχεία, μέτρησε εννέα, κανένα μικρότερο από το Πανδοχείο της Οινοπηγής και τα περισσότερα μεγάλα, όσο το Ελάφι και το Λιοντάρι και υπήρχαν πολλοί δρόμοι που δεν τους είχε δει ακόμα.

Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μαγαζιά με τέντες που προστάτευαν πάγκους με αγαθά, από ρούχα και βιβλία, μέχρι κατσαρολικά και μπότες. Σαν να είχαν ξεφορτώσει την πραμάτεια τους οι άμαξες εκατό πραματευτάδων. Το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει και κάποιες φορές τον έδιωξαν οι καχύποπτες ματιές που του έριχναν οι μαγαζάτορες. Δεν είχε καταλάβει τι νόημα είχε το βλέμμα του πρώτου που τον είχε κοιτάξει. Όταν το κατάλαβε θύμωσε, αλλά θυμήθηκε ότι ο ξένος εδώ ήταν αυτός. Και στο κάτω-κάτω δεν θα μπορούσε να αγοράσει πολλά. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας πόσα χάλκινα έδιναν για να πάρουν μια ντουζίνα μήλα δίχως χρώμα, ή μια χούφτα ζαρωμένα γογγύλια, από κείνα που στους Δύο Ποταμούς θα κι τάιζαν στα άλογα, αλλά οι άνθρωποι φαίνονταν να πληρώνουν δίχως δεύτερη κουβέντα.

Και υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, απ’ όσο μπορούσε να υπολογίσει. Στην αρχή το πλήθος τους τον ζάλισε. Μερικοί φορούσαν ρούχα πολύ πιο καλοραμμένα από αυτά που υπήρχαν στους Δύο Ποταμούς —ωραία, σχεδόν σαν της Μουαραίν- και κάποιοι είχαν μακριά παλτά με γούνινη επένδυση, που τους έφταναν ως τον αστράγαλο. Οι μεταλλωρύχοι, για τους οποίους μιλούσαν όλοι στο πανδοχείο, είχαν την καμπουριασμένη όψη ανθρώπων που σέρνονταν κάτω από τη γη. Οι περισσότεροι, όμως, δεν έμοιαζαν διαφορετικοί από τους ανθρώπους με τους οποίους είχε μεγαλώσει, ούτε στα ρούχα, ούτε στο πρόσωπο. Περίμενε ότι κάποιες διαφορές θα είχαν. Αντίθετα, μερικοί είχαν τόσο έντονη την κοψιά των Δύο Ποταμών στο πρόσωπό τους, που θα μπορούσε να φανταστεί πως ανήκαν σε κάποια από τις οικογένειες που ήξερε στο Πεδίο του Έμοντ. Ένας ξεδοντιασμένος, γκριζομάλλης τύπος με αυτιά σαν χερούλια κανάτας, που καθόταν σε έναν πάγκο έξω από ένα πανδοχείο και ατένιζε περίλυπος ένα άδειο κύπελλο, θα μπορούσε να είναι πρώτος ξάδερφος του Μπίλι Κόνγκαρ. Ο ράφτης με το χοντρό σαγόνι, που έραβε μπροστά στο μαγαζάκι του, θα μπορούσε να είναι αδερφός του Τζον Θέην — είχε ακόμα και τη φαλακρίτσα του στην κορυφή του κεφαλιού. Ένας άνδρας, που ήταν φτυστός ο Σάμελ Κρω, πέρασε ξυστά από τον Ραντ, καθώς έστριβε στη γωνία και...

Χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, κοίταξε έναν κοκαλιάρη ανθρωπάκο με μακριά χέρια, μεγάλη μύτη και ρούχα κουρελιασμένα, που έσπρωχνε βιαστικά το πλήθος. Τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα και το βρώμικο πρόσωπό του αποστεωμένο, σαν να είχε περάσει μέρες νηστικός και άυπνος, αλλά ο Ραντ θα ορκιζόταν... Τότε ο κουρελής τον είδε και μαρμάρωσε επιτόπου, χωρίς να δίνει σημασία στους άλλους, που σχεδόν σκόνταφταν πάνω του. Τότε χάθηκε και η τελευταία αμφιβολία που είχε ο Ραντ.

“Αφέντη Φάιν!” φώναξε. “Όλοι σε είχαμε για—”

Ο πραματευτής ευθύς αμέσως το έβαλε στα πόδια, αλλά ο Ραντ έτρεξε στο κατόπι του, ζητώντας ταυτόχρονα συγνώμη από τους ανθρώπους που πατούσε. Ανάμεσα στο πλήθος διέκρινε τον Φάιν που χωνόταν σ’ ένα στενάκι και τον ακολούθησε.

Ο πραματευτής είχε κάνει μερικά βήματα στο στενό και είχε σταματήσει απότομα. Ένας ψηλός φράχτης το είχε κάνει αδιέξοδο. Όταν ο Ραντ σταμάτησε την ξέφρενη πορεία του, ο Φάιν γύρισε προς το μέρος του, μισόσκυψε επιφυλακτικά και οπισθοχώρησε. Κούνησε σαν παλαβός τα λερωμένα χέρια του για να μην τον πλησιάσει ο Ραντ. Το παλτό του είχε αρκετά σχισίματα και ο μανδύας του έδειχνε πολυφορεμένος και ξεφτισμένος, σαν να είχε αντιμετωπίσει σκληρότερη χρήση απ’ όσο αναμενόταν.

“Αφέντη Φάιν;” είπε διστακτικά ο Ραντ. “Τι συμβαίνει; Εγώ είμαι, ο Ραντ αλ’Θορ, από το Πεδίο του Έμοντ. Λέγαμε ότι σε πήραν οι Τρόλοκ”.

Ο Φάιν έκανε μια απότομη κίνηση και, μισοσκυμμένος ακόμα, έκανε μερικά πλάγια βήματα, σαν κάβουρας, προς την έξοδο του στενού. Δεν προσπάθησε να περάσει τον Ραντ, ούτε καν να τον πλησιάσει. “Μη!’ είπε βραχνά. Το κεφάλι του πηγαινοερχόταν συνεχώς, καθώς προσπαθούσε να δει ό,τι υπήρχε στο δρόμο πέρα από τον Ραντ. “Μην λες κουβέντα” — η φωνή του έγινε ψίθυρος και έστριψε το κεφάλι αλλού, παρακολουθώντας τον Ραντ με βιαστικές, πλάγιες ματιές- “για εκείνους. Υπάρχουν Λευκομανδίτες στην πόλη”.