Выбрать главу

“Δεν έχουν λόγο να μας ενοχλήσουν”, είπε ο Ραντ. “Έλα μαζί μου στο Ελάφι και το Λιοντάρι. Μένω εκεί με κάτι φίλους. Τους πιο πολλούς τους ξέρεις. Θα χαρούν να σε δουν. Όλοι σε είχαμε για πεθαμένο”.

“Πεθαμένο;” είπε αγανακτισμένος ο πραματευτής. “Όχι ο Πάνταν Φάιν. Ο Πάνταν Φάιν ξέρει πού να στρίψει και πού να χωθεί”. Έσιαξε τα κουρέλια του, σαν να ήταν τα γιορτινά του ρούχα. “Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Θα ζήσω πολύ καιρό. Πιο πολύ από-” Ξαφνικά, το πρόσωπό του σφίχτηκε και τα χέρια του αρπάχτηκαν από το παλτό του. “Μου έκαψαν την άμαξα, όλα τα εμπορεύματά μου. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν, ε; Δεν μπορούσα να πάω στα άλογά μου. Τα άλογά μου, που όμως εκείνος ο χοντρόγερός, ο πανδοχέας, τα είχε κλειδωμένα στο στάβλο του. Έπρεπε να βιαστώ, για να μη μου κόψουν το λαιμό, και τι κέρδισα; Τα μόνα που μου απέμειναν είναι ό,τι έχω πάνω μου. Είναι σωστό αυτό λοιπόν; Για πες μου, είναι;”

“Τα άλογά σου είναι σώα κι ασφαλή στο στάβλο του αφέντη αλ’Βερ. Όποτε θέλεις μπορείς να τα πάρεις. Αν έρθεις στο πανδοχείο μαζί μου, είμαι σίγουρος πως η Μουαραίν θα σε βοηθήσει να γυρίσεις στους Δύο Ποταμούς”.

“Ααααα! Αυτή... αυτή δεν είναι η Άες Σεντάι;” Μια ανεξήγητη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο του Φάιν. “Ίσως, όμως...” Κοντοστάθηκε, γλείφοντας τα χείλη νευρικά. “Πόσο ακόμα θα είστε στο — Ποιο ήταν; Πώς το είπες; — το Ελάφι και το Λιοντάρι;”

“Φεύγουμε αύριο”, είπε ο Ραντ. “Αλλά τι έχει να κάνει αυτό με-;”

“Δεν έχεις ιδέα”, γκρίνιαξε ο Φάιν, “έτσι που στέκεσαι, με την κοιλιά γεμάτη, έχοντας κοιμηθεί ξεκούραστα όλη νύχτα σε μαλακό κρεβάτι. Εγώ δεν έκλεισα μάτι από κείνη τη νύχτα. Οι μπότες μου τρύπησαν από το τρέξιμο και όσο γι’ αυτά που αναγκάστηκα να φάω...” Έκανε μια γκριμάτσα. “Δεν θέλω να είμαι στην ίδια γειτονιά με μια Άες Σεντάι”, είπε, φτύνοντας τις τελευταίες λέξεις, “ούτε στην ίδια πόλη, αλλά ίσως αναγκαστώ. Δεν έχω επιλογή, ε; Η σκέψη ότι ρίχνει το βλέμμα της πάνω μου, ότι ξέρει πού είμαι...” Άπλωσε τα χέρια στον Ραντ, σαν να ήθελε να τον πιάσει από το παλτό, αλλά εκείνα σταμάτησαν τρέμοντας και μάλιστα έκανε ένα βήμα πίσω. “Ορκίσου μου, πως δεν θα της το πεις. Με τρομάζει. Δεν υπάρχει ανάγκη να της πεις, δεν υπάρχει λόγος να ξέρει, μια Άες Σεντάι, έστω καν ότι είμαι ζωντανός. Πρέπει να μου ορκιστείς. Πρέπει!”

“Ορκίζομαι”, είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. “Αλλά δεν υπάρχει λόγος να τη φοβάσαι. Έλα μαζί μου. Τουλάχιστον θα φας ένα πιάτο ζεστό φαΐ”.

“Ίσως. Ίσως”. Ο Φάιν έτριψε το σαγόνι του στοχαστικά. “Αύριο, είπες; Ως τότε... Δεν θα ξεχάσεις την υπόσχεση σου; Δεν θα την αφήσεις να...;”

“Δεν θα την αφήσω να σε πειράξει”, είπε ο Ραντ, ενώ αναρωτιόταν πώς θα εμπόδιζε μια Άες Σεντάι να κάνει ό,τι εκείνη ήθελε να κάνει.

“Δεν θα με πειράξει”, είπε ο Φάιν. ” Όχι. Δεν θα την αφήσω”. Σαν αστραπή, προσπέρασε τον Ραντ και χώθηκε στο πλήθος.

“Αφέντη Φάιν!” φώναξε ο Ραντ. “Στάσου!”

Βγήκε τρέχοντας από το στενό και μόλις πρόλαβε να δει ένα κουρελιασμένο παλτό να χάνεται στην άλλη γωνία. Φωνάζοντας, έτρεξε ξοπίσω του, έστριψε στη γωνία. Πρόλαβε μόνο να δει μια αντρική πλάτη, πριν πέσει πάνω της και πέσουν και οι δύο στη λάσπη.

“Δεν βλέπεις που πας;” ακούστηκε ένα μουρμουρητό από κάτω του και ο Ραντ σηκώθηκε έκπληκτος.

“Ματ;”

Ο Ματ ανακάθισε με μια δυσοίωνη ματιά και άρχισε να ξύνει με τα χέρια τη λάσπη από το μανδύα του. “Έγινες πρωτευουσιάνος. Κοιμάσαι ως αργά και πέφτεις πάνω στους άλλους”. Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε τα λασπωμένα χέρια του, μουρμούρισε και τα σκούπισε με το μανδύα του. “Άκου, δεν θα μαντέψεις ποιον μου φάνηκε ότι είδα μόλις τώρα”.

“Τον Πάνταν Φάιν”, είπε ο Ραντ.

“Τον Πάνταν Φά — Πού το ήξερες;”

“Μιλούσα μαζί του, αλλά το έσκασε”.

“Άρα οι Τρό-” ο Ματ κοντοστάθηκε και κοίταξε ολόγυρα του επιφυλακτικά, αλλά το πλήθος περνούσε δίχως δεύτερη ματιά. Ο Ραντ χάρηκε που ο Ματ είχε μάθει να φυλάγεται λιγάκι. “Άρα δεν τον έπιασαν. Απορώ, γιατί έφυγε από το Πεδίο του Έμοντ έτσι, δίχως κουβέντα; Μάλλον τότε το ’βαλε στα πόδια και δεν σταμάτησε να τρέχει, παρά μόνο όταν βρέθηκε εδώ. Αλλά τώρα μόλις γιατί έτρεχε;”

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ένιωσε ότι θα του έπεφτε. “Δεν ξέρω, αλλά φοβάται την ... την κυρά Άλυς”. Δεν ήταν εύκολο να μετράς τα λόγια σου. “Δεν θέλει να μάθει εκείνη ότι αυτός είναι εδώ. Μ’ έβαλε να του υποσχεθώ ότι δεν θα της το πω”.

“Είμαι τάφος”, είπε ο Ματ. “Μακάρι να μην ήξερε ούτε και για μένα που είμαι”.

“Ματ;” Τα κύματα του κόσμου περνούσαν χωρίς να τους προσέχει κανείς, αλλά ο Ραντ χαμήλωσε καλού-κακού τη φωνή του και έγειρε πιο κοντά του. “Ματ, μήπως είδες εφιάλτη χτες το βράδυ; Με έναν άνδρα που σκότωσε ένα ποντίκι;”