Ο Ματ τον κοίταξε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. “Κι εσύ;” είπε στο τέλος. “Το ίδιο κι ο Πέριν, φαντάζομαι. Παραλίγο θα τον ρωτούσα σήμερα το πρωί, αλλά... Πρέπει να είδε. Μα το αίμα και τις στάχτες! Τώρα κάποιος μας κάνει να βλέπουμε και όνειρα. Ραντ, μακάρι να μην ήξερε κανένας πού είμαι”.
“Σήμερα το πρωί όλο το πανδοχείο ήταν γεμάτο ψόφια ποντίκια”. Λέγοντάς το, δεν ένιωσε το φόβο που θα ένιωθε νωρίτερα. Δεν ένιωθε κάτι ιδιαίτερο. “Οι ράχες τους ήταν τσακισμένες”. Η φωνή του κουδούνισε στα αυτιά του. Αν τον έπιανε καμιά αρρώστια, θα έπρεπε να πάει στη Μουαραίν. Ένιωσε έκπληκτος, που ακόμα και η σκέψη πως θα χρησιμοποιούσαν πάνω του τη Μία Δύναμη δεν τον ενοχλούσε.
Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε το μανδύα του και κοίταξε τριγύρω, σαν να έψαχνε πού να πάει “Τι πάθαμε, Ραντ; Τι;”
“Δεν ξέρω. Θα ζητήσω τη συμβουλή του Θομ. Για το αν θα πρέπει να πούμε... κάποιον άλλον”.
“Όχι! Όχι εκείνη. Εκείνον, ίσως, μα όχι αυτήν”.
Ο Ραντ αιφνιδιάστηκε με την ένταση της απάντησης του. “Τον πίστεψες λοιπόν;” Δεν χρειαζόταν να πει ποιον εννοούσε· η γκριμάτσα του Ματ έδειχνε πως είχε καταλάβει.
“Όχι”, είπε ο Ματ αργά. “Αλλά, ίσως, το ότι έρχεται στα όνειρά μας είναι αρκετό για... Δεν ξέρω”. Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. “Αν δεν της το πούμε, ίσως δούμε κι άλλα όνειρα. Είτε με ποντίκια, είτε χωρίς, τα όνειρα είναι προτιμότερα από... Θυμάσαι το πέραμα; Λέω να μην βγάλουμε τσιμουδιά”.
“Εντάξει”. Ο Ραντ θυμόταν το πέραμα —και την απειλή της Μουαραίν- αλλά με κάποιον τρόπο του φαινόταν ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. “Εντάξει”.
“Δεν πιστεύω να πει τίποτα ο Πέριν;” συνέχισε ο Ματ, χοροπηδώντας στις μύτες των ποδιών του. “Πρέπει να τον βρούμε. Αν της πει, εκείνη θα καταλάβει ότι τα βλέπουμε όλοι μας. Στοίχημα. ’Ελα”. Άνοιξε δρόμο στο πλήθος με ζωηρό βήμα.
Ο Ραντ στάθηκε εκεί, παρακολουθώντας τον με το βλέμμα, ώσπου ο Ματ γύρισε και τον άρπαξε. Όταν του έπιασε το μπράτσο, ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και ακολούθησε τον φίλο του.
“Τι έπαθες;” ρώτησε ο Ματ. “Θα πέσεις πάλι για ύπνο;”
“Νομίζω ότι κρυολόγησα”, είπε ο Ραντ. Το κεφάλι του ήταν βαρύ και το ένιωθε κούφιο.
“Φάε λίγη κοτόσουπα όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο”, είπε ο Ματ. Καθώς γυρόφερναν τους στριμωγμένους δρόμους, δεν έβαλε τη γλώσσα του μέσα. Ο Ραντ έκανε τον κόπο να τον ακούει, ακόμα και να λέει κάτι φορές-φορές, αλλά ήταν κόπος. Δεν ήταν κουρασμένος· δεν ήθελε να κοιμηθεί. Απλώς αισθανόταν σαν να έπλεε. Μετά από λίγο, είπε στον Ματ για τη Μιν.
“Εγχειρίδιο με ρουμπίνι, ε;” είπε ο Ματ. “Αυτό μου άρεσε. Δεν ξέρω όμως τι είναι το μάτι. Είσαι σίγουρος ότι δεν τα έβγαζε από το νου της; Μου φαίνεται ότι, αν στ’ αλήθεια είναι μάντισσα, θα έπρεπε να ξέρει τι σημαίνουν”.
“Δεν είπε ότι είναι μάντισσα”, είπε ο Ραντ. “Πιστεύω ότι, όντως, βλέπει πράγματα. Αν θυμάσαι, η Μουαραίν της μιλούσε όταν βγαίναμε από το μπάνιο. Και ξέρει ποια είναι η Μουαραίν”.
Ο Ματ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. “Νόμιζα ότι δεν κάνει να λέμε αυτό το όνομα”.
“Όχι”, μουρμούρισε ο Ραντ. Έτριψε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια. Δεν μπορούσε καθόλου να συγκεντρωθεί.
“Μου φαίνεται ότι στ’ αλήθεια είσαι άρρωστος”, είπε ο Ματ, με τα φρύδια ακόμα σμιγμένα. Ξαφνικά, τράβηξε τον Ραντ από το μανίκι σταματώντας τον. “Κοίταξε τους”.
Τρεις άνδρες, με προστήθια και κωνικά ατσάλινα κράνη, τόσο γυαλισμένα που έλαμπαν σαν ασήμι, προχωρούσαν στο δρόμο πλησιάζοντας τον Ραντ και τον Ματ. Αστραφταν ακόμα και τα σιδηρόπλεχτα μανίκια τους. Οι μακριοί μανδύες τους, που ήταν κατάλευκοι και ένας χρυσός ήλιος τους στόλιζε στο αριστερό στήθος, σταματούσαν λίγο πιο πάνω από τη λάσπη και τις λιμνούλες του δρόμου. Τα χέρια τους ακουμπούσαν στις λαβές των σπαθιών τους και κοίταζαν γύρω τους, σαν να έβλεπαν πλάσματα που είχαν βγει σερνάμενα κάτω από σάπιο κούτσουρο. Κανένας όμως δεν τους αντιγύριζε το βλέμμα. Κανένας δεν φαινόταν καν να τους προσέχει. Πάντως, οι τρεις τους, δεν χρειαζόταν να σπρώξουν για να ανοίξουν δρόμο στο πλήθος· η ανθρωποθάλασσα χώριζε, τυχαία θαρρείς, δεξιά κι αριστερά από τους άνδρες με τους άσπρους μανδύες και τους άφηνε να περπατούν σε ένα άδειο χώρο, που προχωρούσε μαζί τους.
“Λες να είναι Τέκνα του Φωτός;” ρώτησε ο Ματ με δυνατή φωνή. Ένας περαστικός αγριοκοίταξε τον Ματ και ύστερα τάχυνε το βήμα του.
Ο Ραντ ένευσε. Τέκνα του Φωτός. Λευκομανδίτες. Άνδρες που μισούσαν τις Άες Σεντάι. Άνδρες που έλεγαν στον κόσμο πώς να ζει, που έβαζαν σε μπελάδες εκείνους που αρνούνταν να υπακούσουν. Αν και η λέξη “μπελάδες” δεν ήταν αρκετά βαριά για να περιγράψει καμένες φάρμες και άλλα χειρότερα. Θα έπρεπε να νιώθω φόβο, σκέφτηκε. Ή περιέργεια. Πάντως κάτι θα έπρεπε να νιώθει. Αντίθετα, τούς κοίταξε με απάθεια.