Выбрать главу

“Δεν μου γεμίζουν το μάτι”, είπε ο Ματ. “Σαν πολύ τον σπουδαίο κάνουν, ε;”

“Αυτοί δεν είναι τίποτα”, είπε ο Ραντ. “Στο πανδοχείο. Πρέπει να μιλήσουμε στον Πέριν”.

“Σαν τον Γιούαρντ Κόνγκαρ. Κι αυτός ψηλομύτης είναι”. Ξαφνικά, ο Ματ χαμογέλασε πλατιά και τα μάτια του έλαμψαν. “Θυμάσαι τότε που έπεσε από τη Γέφυρα των Κάρων και έπρεπε να γυρίσει σπίτι στάζοντας νερά; Για κάνα μήνα του είχαν κοπεί τα φτερά”.

“Αυτό τι έχει να κάνει με τον Πέριν;”

“Το βλέπεις εκείνο;” Ο Ματ έδειξε ένα κάρο που στηριζόταν στους ρυμούς του, σε ένα δρομάκι λίγο μπροστά από τα Τέκνα. Ένας και μοναδικός πάσσαλος συγκρατούσε μια ντουζίνα βαρέλια στην καρότσα. “Κοίτα”. Χώθηκε γελώντας στο μαγαζί ενός μαχαιροποιού στα αριστερά τους.

Ο Ραντ τον παρακολούθησε, ξέροντας ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Αυτό το βλέμμα του Ματ πάντα σήμαινε ότι ετοίμαζε κάποιο κόλπο. Κατά παράξενο τρόπο, ένιωσε ότι ανυπομονούσε να δει τι θα έκανε ο Ματ. Κάτι του είπε ότι αυτό το συναίσθημα ήταν λάθος, ότι υπήρχε κίνδυνος, μα χαμογέλασε με προσμονή.

Μετά από λίγο ο Ματ εμφανίστηκε ψηλά πάνω του, βγαίνοντας ο μισός έξω από το παράθυρο της σοφίτας στην κεραμοσκεπή του μαγαζιού. Η σφεντόνα του ήταν στα χέρια του και στριφογυρνούσε ήδη. Τα μάτια του Ραντ στράφηκαν στο κάρο. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε ένας οξύς κρότος και ο πάσσαλος που κρατούσε τα βαρέλια έσπασε, τη στιγμή που τα Τέκνα έφταναν στο άνοιγμα του στενού δρόμου. Ο κόσμος πήδηξε στο πλάι, καθώς τα βαρέλια κυλούσαν στους ρυμούς με ένα κούφιο μουγκρητό και προχωρούσαν στο δρόμο με πηδηματάκια, πιτσιλίζοντας παντού λάσπες και λασπόνερα. Τα τρία Τέκνα πήδηξαν εξίσου γοργά με τον υπόλοιπο κόσμο και, αντί για ανωτερότητά, το ύφος τους, τώρα, φανέρωνε έκπληξη. Μερικοί περαστικοί έπεσαν κάτω, τινάζοντας κι άλλη λάσπη, αλλά οι τρεις αυτοί κινήθηκαν σβέλτα, αποφεύγοντας τα βαρέλια με άνεση. Όμως δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη λάσπη, που λέκιασε τους άσπρους μανδύες τους.

Ένας μουσάτος με μακριά ποδιά βγήκε βιαστικά από το στενάκι, κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας θυμωμένα, αλλά όταν έριξε μια ματιά στους τρεις, που προσπαθούσαν μάταια να τινάξουν τη λάσπη από τους μανδύες τους, ξαναχάθηκε στο στενάκι, πιο γρήγορα απ’ όσο είχε βγει. Ο Ραντ κοίταξε τη σκεπή του μαγαζιού· ο Ματ είχε εξαφανιστεί. Ήταν εύκολη βολή, αν ήσουν από τους Δύο Ποταμούς, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό. Ο Ραντ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια αυτό το αστείο είχε μια στυφή γεύση, αλλά έβγαζε γέλιο. Όταν στράφηκε πάλι στο δρόμο, οι τρεις Λευκομανδίτες τον κοίταζαν.

“Είδες κάτι αστείο, ε;” Εκείνος που μιλούσε στεκόταν λιγάκι πιο μπροστά από τους άλλους. Είχε ένα αλαζονικό, απειλητικό βλέμμα και στα μάτια του υπήρχε ένα φως, σαν να. ήξερε κάτι σημαντικό, κάτι που δεν το γνώριζε κανένας άλλος.

Το γέλιο του Ραντ κόπηκε απότομα. Αυτός και τα Τέκνα ήταν μόνοι, μαζί με τις λάσπες και τα βαρέλια. Το πλήθος, που τους περικύκλωνε προηγουμένως, τώρα είχε βρει επείγουσες ασχολίες πιο πέρα στο δρόμο.

“Ο φόβος του Φωτός σου έδεσε τη γλώσσα;” Ο θυμός έκανε το στενό πρόσωπο του Λευκομανδίτη να δείχνει ακόμα πιο σφιγμένο. Έριζε μια ακατάδεχτη ματιά στη λαβή του σπαθιού, που προεξείχε από το μανδύα του Ραντ. “Ίσως να είσαι εσύ ο υπεύθυνος για όλα αυτά, ε;” Αντίθετα από τους άλλους, αυτός είχε ένα χρυσό κόμπο κάτω από τον ήλιο του μανδύα του.

Ο Ραντ έκανε να κρύψει το σπαθί, αλλά, αντίθετα, τίναξε το μανδύα πίσω του. Στο βάθος του μυαλού του απορούσε κι αγωνιούσε για το τι πήγαινε να κάνει, αλλά οι σκέψεις ήταν απόμακρες. “Συμβαίνουν κι ατυχήματα”, είπε. “Ακόμα και στα Τέκνα του Φωτός”.

Ο άνδρας με το στενό πρόσωπο ύψωσε το ένα φρύδι. “Τόσο επικίνδυνος είσαι, νεαρούλη;” Ο ίδιος δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Ραντ.

“Το σημάδι του ερωδιού, Άρχοντα Μπόρνχαλντ”, είπε προειδοποιητικά ένας από τους συντρόφους του.

Ο στενοπρόσωπος άνδρας κοίταξε πάλι τη λαβή του σπαθιού του Ραντ ―ο μπρούτζινος ερωδιός ήταν ολοφάνερος- και τα μάτια του, για μια στιγμή, γούρλωσαν. Έπειτα ξανακοίταξε το πρόσωπο του Ραντ και ξεφύσηξε ακατάδεχτα. “Παραείναι νέος. Δεν είσαι από εδώ, ε;” είπε ψυχρά στον Ραντ. “Από πού έρχεσαι;”

“Μόλις έφτασα στο Μπάερλον”. Ένα γαργαλιστικό ρίγος διέτρεξε τα χέρια και τα πόδια του Ραντ. Ένιωσε μια φούντωση, ζέστη σχεδόν. “Μπας και ξέρεις κανένα καλό πανδοχείο;”

“Αποφεύγεις τις ερωτήσεις μου”, είπε απότομα ο Μπόρνχαλντ. “Τι κακό έχεις μέσα σου και δεν μου απαντάς;” Οι σύντροφοι του στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του, με σκληρά, ανέκφραστα πρόσωπα. Παρά τους λεκέδες της λάσπης στους μανδύες τους, τώρα δεν φαίνονταν καθόλου αστείοι.