Выбрать главу

Το γαργαλητό κυρίευσε το σώμα του· η ζέστη έγινε πυρετός. Ηθελε να γελάσει, τόσο καλά ένιωθε. Μια φωνούλα στο νου του φώναζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η ενέργεια που ένιωθε, που ξεχείλιζε από μέσα του. χαμογέλασε, λικνίστηκε στις φτέρνες και περίμενε γι’ αυτό που θα συνέβαινε. Αόριστα, απόμακρα, αναρωτήθηκε τι θα ήταν αυτό.

Το πρόσωπο του αρχηγού τους σκοτείνιασε. Ένας από τους άνδρες του τράβηξε λίγο το σπαθί του, δείχνοντας ένα πόντο ατσαλιού και μίλησε, με φωνή που έτρεμε από θυμό. “Όταν εμείς, τα Τέκνα του Φωτός, κάνουμε ερωτήσεις, χωριατάκι, με τα γκρίζα μάτια σου, θέλουμε να μας απαντούν, αλλιώς-” Σταμάτησε να μιλά, επειδή ο άνδρας με το στενό πρόσωπο είχε απλώσει το χέρι. Ο Μπόρνχαλντ έδειξε με το κεφάλι κάτι πιο πέρα στο δρόμο.

Είχε φτάσει η Φρουρά της Πόλης, δώδεκα άνδρες με στρογγυλά ατσάλινα κράνη και δερμάτινα γιλέκα γεμάτα καρφιά, που κρατούσαν ράβδους κι έδειχναν ότι ήξεραν να τις δουλεύουν. Στάθηκαν κοιτάζοντάς τους, σιωπηλοί, δέκα βήματα πιο πέρα.

“Αυτή η πόλη έχασε το Φως”, γρύλισε ο άνδρας που είχε μισοτραβήξει το σπαθί του. Φώναξε στη Φρουρά, “Το Μπάερλον στέκει στη Σκιά του Σκοτεινού!” Θηκάρωσε με κρότο τη λεπίδα, όταν ο Μπόρνχαλντ του έκανε νόημα.

Ο Μπόρνχαλντ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Ραντ. Μια λάμψη κατανόησης έκαιγε στα μάτια του. “Οι Σκοτεινόφιλοι δεν γλιτώνουν από μας, νεαρούλη, ακόμα και σε μια πόλη που στέκεται στη Σκιά. Θα ξανανταμώσουμε. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό!”

Έκανε στροφή επιτόπου και απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές, με τους δύο συντρόφους του κατά πόδας, λες και ο Ραντ είχε πάψει να υπάρχει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Όταν έφτασαν στο πλήθος, πιο πέρα στο δρόμο, ο ίδιος, φαινομενικά τυχαίος, θύλακος άνοιξε γύρω τους. Οι Φρουροί κοίταξαν τον Ραντ και κοντοστάθηκαν, έπειτα ακούμπησαν στον ώμο τα ραβδιά τους και ακολούθησαν το μανδυοφορεμένο τρίο. Για να προχωρήσουν ήταν αναγκασμένοι να φωνάζουν, “Ανοίξτε δρόμο για τη Φρουρά!” Ελάχιστοι έκαναν χώρο κι αυτοί βαρύθυμα.

Ο Ραντ ακόμα λικνιζόταν στις φτέρνες περιμένοντας. Το γαργάλημα ήταν τόσο δυνατό, που σχεδόν έτρεμε· ένιωθε ότι καιγόταν.

Ο Ματ βγήκε από το μαγαζί, τον κοίταξε. “Δεν είσαι άρρωστος”, είπε τελικά. “Είσαι παλαβός!”

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαφνικά όλα χάθηκαν, σαν φυσαλίδα που είχε σκάσει. Τρέκλισε, όταν εξαφανίστηκαν και συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός.

Έγλειψε τα χείλη και κοίταξε τον Ματ κατάματα. “Νομίζω ότι το καλύτερο θα είναι να γυρίσουμε στο πανδοχείο”, είπε αβέβαια.

Ο δρόμος είχε αρχίσει πάλι να γεμίζει και δεν ήταν λίγοι οι περαστικοί που κοίταζαν τα δυο αγόρια και ψιθύριζαν κάτι στον διπλανό τους. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι η ιστορία θα διαδιδόταν. Ένας τρελός είχε ξεκινήσει καυγά με τρία Τέκνα του Φοιτάς. Ήταν σπουδαίο θέμα για συζήτηση. Ίσως να με τρέλαναν τα όνειρα.

Χάθηκαν αρκετές φορές στο χάος των δρόμων, μετά από λίγο όμως βρήκαν τον Θομ Μέριλιν, που αποτελούσε μόνος του μια μεγαλόπρεπη παρέλαση, διασχίζοντας την κοσμοσυρροή. Ο Βάρδος είπε ότι είχε βγει να ξεμουδιάσει και να βρει λίγο καθαρό αέρα, αλλά κάθε φορά που κάποιος έριχνε δεύτερη ματιά στον πολύχρωμο μανδύα του, του ανακοίνωνε με ηχηρή φωνή, “Είμαι στο Ελάφι και το Λιοντάρι, μόνο γι’ απόψε”.

Πρώτος άρχισε να μιλά ο Ματ, μπερδεύοντας τα λόγια του, για το όνειρο και την ανησυχία τους, αν θα έπρεπε να το πουν στη Μουαραίν ή όχι, αλλά τον μιμήθηκε και ο Ραντ, επειδή τα θυμόταν διαφορετικά. Ή, ίσως, το κάθε όνειρο να ήταν διαφορετικό, σκέφτηκε. Πάντως, ο κορμός των ονείρων ήταν ο ίδιος.

Πριν πουν πολλά, ο Θομ άρχισε να τους ακούει με άκρα προσοχή. Όταν ο Ραντ ανέφερε τον Μπα’άλζαμον, ο Βάρδος τους άμπαξε από τον ώμο, διατάζοντάς τους να κλείσουν το στόμα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να δει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους και μετά τους τράβηξε μακριά από το στριμωξίδι, σε ένα αδιέξοδο σοκάκι, όπου τα μόνα πράγματα που υπήρχαν ήταν λίγα κασόνια και ένα κίτρινο κοκαλιάρικο σκυλί, που κουλουρίαζόταν για να φυλαχτεί από το κρύο.

Ο Θομ κοίταξε το πλήθος, ψάχνοντας μήπως είχε σταθεί κάποιος για να τους ακούσει και μετά έστρεψε την προσοχή του στον Ραντ και τον Ματ. Τα γαλάζια του μάτια τους τρυπούσαν, ενώ, μερικές φορές, πνάζονταν προς την είσοδο του στενού. “Μην ξαναπείτε ποτέ αυτό το όνομα, όταν είστε σε μέρος που να σας ακούει ξένος”. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αλλά γεμάτη ένταση. “Ούτε ακόμα και σε μέρος που θα μπορούσε να σας ακούσει ξένος. Είναι πολύ επικίνδυνο όνομα, ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν Τέκνα του Φωτός να τριγυρνούν στους δρόμους”.