“Μα το αίμα και τις στάχτες!” φώναξε ο Ματ. “Πώς έφτασε εδώ; Η Μουαραίν... Το πέραμα...”
Ο Πέριν ξεφύσηξε. “Νομίζεις ότι μια μικρολεπτομέρεια όπως ένα βουλιαγμένο πέραμα μπορεί να τη σταματήσει; Ξετρύπωσε τον Χαϊτάουερ — δεν ξέρω πώς πέρασε το ποτάμι, αλλά εκείνη μας είπε ότι ο Χαϊτάουερ κρυβόταν στην κρεβατοκάμαρά του και δεν ήθελε να ξαναπάει στον ποταμό. Τέλος πάντων, τον ανάγκασε να βρει βάρκα, αρκετά μεγάλη για να χωράει τη Νυνάβε και το άλογά της και να τραβήξει κουπί για να την περάσει απέναντι. Μόνος του. Ίσα-ίσα μόνο τον άφησε να προλάβει να βρει έναν τραβηχτή για να δουλέψει δυο κουπιά ακόμα”.
“Μα το Φως!” είπε ο Ματ.
“Τι γυρεύει εδώ;” θέλησε να μάθει ο Ραντ. Ο Ματ και ο Πέριν τον κοίταξαν περιφρονητικά.
“Μας ακολούθησε”, είπε ο Πέριν. “Είναι με... με την κυρά Αλυς τώρα κι εκεί μέσα έχει τόση παγωνιά που λες και χιονίζει”.
“Δεν μπορούμε να πάμε κάπου αλλού για λίγο;” ρώτησε ο Ματ. “Ο μπαμπάς μου λέει ότι, αν δεν υπάρχει ανάγκη, μόνο ένας βλάκας βάζει το χέρι σε σφηκοφωλιά ”.
Ο Ραντ παρενέβη. “Δεν μπορεί να μας αναγκάσει να γυρίσουμε πίσω. Δεν το καταλαβαίνει μετά τη Νύχτα του Χειμώνα; Αν όχι, θα πρέπει να της δώσουμε να το καταλάβει”.
Ο Ματ ύψωνε τα φρύδια πιο ψηλά μετά από κάθε λέξη και άφησε ένα χαμηλό σφύριγμα, όταν ο Ραντ σταμάτησε. “Προσπάθησες ποτέ να κάνεις τη Νυνάβε να καταλάβει κάτι που δεν θέλει να καταλάβει; Εγώ ναι. Λέω να μην φανούμε ώσπου να βραδιάσει και ύστερα να τρυπώσουμε στα κρυφά”.
“Έχοντας παρατηρήσει τη νεαρή κυρία”, είπε ο Θομ, “δεν νομίζω ότι θα σταματήσει, αν δεν πει αυτό που θέλει να πει. Αν δεν της επιτραπεί να μιλήσει και μάλιστα γρήγορα, δεν θα το βάλει κάτω και ίσως τραβήξει την προσοχή, ενώ εμείς θέλουμε το αντίθετο”.
Αυτό τους έκανε να το σκεφτούν. Κοιτάχτηκαν, πήραν βαθιά ανάσα και μπήκαν μέσα, σαν να πήγαιναν να αντιμετωπίσουν Τρόλοκ.
16
Σοφία
Ο Πέριν τους οδήγησε στα βάθη του πανδοχείου. Ο Ραντ σκεφτόταν αυτά που σκόπευε να πει στη Νυνάβε και ήταν τόσο απορροφημένος που δεν είδε την Μιν, παρά μόνο όταν εκείνη τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε κατά μέρος. Οι άλλοι προχώρησαν μερικά βήματα στο διάδρομο, μετά συνειδητοποίησαν ότι ο Ραντ είχε σταματήσει και κοντοστάθηκαν κι αυτοί, αδημονώντας να προχωρήσουν και συνάμα διστακτικοί.
“Δεν έχουμε ώρα για τέτοιες δουλειές, αγόρι μου”, είπε ο Θομ με βαριά φωνή.
Η Μιν κοίταξε αγριεμένα τον ασπρομάλλη Βάρδο. “Βρες κάτι να παίξεις”, είπε απότομα, τραβώντας τον Ραντ μακριά από τους άλλους.
“Στ’ αλήθεια δεν προλαβαίνω”, της είπε ο Ραντ. “Και δεν θέλω ν’ ακούσω βλακείες ότι δεν ξεφεύγω και τα λοιπά”. Προσπάθησε να πάρει το χέρι του, αλλά, κάθε φορά που το ελευθέρωνε, εκείνη το ξανάρπαζε.
“Κι εγώ δεν προλαβαίνω ν’ ακούσω τις δικές σου βλακείες. Μην κουνιέσαι!” Έριξε μια γοργή ματιά στους άλλους, έπειτα τον πλησίασε, χαμηλώνοντας τη φωνή. “Μια γυναίκα έφτασε πριν λίγο — πιο κοντή από μένα, νεαρή, με μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά, δεμένα πλεξούδα που φτάνει ως τη μέση της. Είναι κι εκείνη μέσα σ’ όλα αυτά, μαζί με σας”.
Ο Ραντ, για μια στιγμή, στάθηκε κοιτάζοντάς την. Η Νυνάβε; Πώς γίνεται να έμπλεξε κι αυτή; Φως μου, πώς έγινε κι έμπλεξα εγώ; “Αυτό είναι... αδύνατον”.
“Την ξέρεις;” ψιθύρισε η Μιν.
“Ναι, και δεν μπορεί να είναι μπλεγμένη σε... σ’ αυτό που λες, ό,τι κι αν είναι...”
“Οι σπίθες, Ραντ. Μπαίνοντας συνάντησε την κυρά Αλυς και υπήρχαν σπίθες, αν και ήταν μόνο οι δυο τους. Χτες δεν έβλεπα σπίθες χωρίς να είστε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις μαζεμένοι, αλλά σήμερα όλα είναι τονισμένα, φλογισμένα”. Κοίταξε τους φίλους του Ραντ που ανυπομονούσαν και ανατρίχιασε, προτού στραφεί προς το μέρος του. “Είναι θαύμα που δεν πιάνει φωτιά το πανδοχείο. Σήμερα σας απειλούν μεγαλύτεροι κίνδυνοι απ’ όσο χθες. Από τη στιγμή που ήρθε εκείνη”.
Ο Ραντ κοίταξε τους φίλους του. Ο Θομ, που τα φρύδια του είχαν χαμηλώσει σχηματίζοντας ένα ανάποδο Λ, έσκυβε μπροστά και ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση για να τον κάνει να πάρει μπρός. “Πρέπει να φεύγω τώρα”. Αυτή τη φορά κατάφερε να πάρει το χέρι του.
Αγνόησε το σκούξιμο διαμαρτυρίας της, πλησίασε τους άλλους και συνέχισαν όλοι μαζί να προχωρούν στο διάδρομο. Ο Ραντ κοίταξε μια φορά πίσω του. Η Μιν του κούνησε τη γροθιά και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα.
“Τι ήθελε να σου πει;” ρώτησε ο Ματ.
“Είναι μπλεγμένη και η Νυνάβε”, είπε ο Ραντ χωρίς να το σκεφτεί και μετά έριξε μια άγρια ματιά στον Ματ, που τον άφησε αποσβολωμένο. Έπειτα, μια έκφραση κατανόησης φάνηκε στο πρόσωπο του Ματ.
“Μπλεγμένη πού;” είπε χαμηλόφωνα ο Θομ. “Ξέρει κάτι αυτή η κοπέλα;”
Ενώ ο Ραντ προσπαθούσε να ξεδιαλέξει μέσα στο νου του τι θα έλεγε, ο Ματ μίλησε. “Πώς δεν είναι μπλεγμένη”, είπε γκρινιάρικα. “Έμπλεξε με την ίδια κακοτυχία που μας βρήκε από τη Νύχτα του Χειμώνα. Ίσως για σένα να μη μετρά που ήρθε η Σοφία, αλλά εγώ προσωπικά θα προτιμούσα τους Λευκομανδίτες”.