Выбрать главу

“Είδε τη Νυνάβε όταν έφτανε”, είπε ο Ραντ. “Την είδε να μιλά με την κυρά Αλυς και σκέφτηκε μήπως είχε σχέση με μας”. Ο Θομ τον λοξοκοίταξε και ξεφύσηξε ανακατεύοντας τα μουστάκια του, οι άλλοι, όμως, φάνηκαν να αποδέχονται την εξήγηση του Ραντ. Δεν ήθελε να έχει μυστικά από τους φίλους του, αλλά το μυστικό της Μιν μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο και για την ίδια, όχι μόνο γι’ αυτούς.

Ο Πέριν σταμάτησε ξαφνικά μπροστά σε μια πόρτα και, παρά τον όγκο του, φάνηκε παράξενα διστακτικός. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε τους συντρόφους του, πήρε άλλη μια ανάσα και ύστερα άνοιξε αργά την πόρτα και μπήκε. Ένας-ένας τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Ο Ραντ ήταν τελευταίος και έκλεισε πίσω του την πόρτα με άκρα απροθυμία.

Ήταν το δωμάτιο στο οποίο είχαν φάει την προηγούμενη νύχτα. Η φωτιά τριζοβολούσε στο τζάκι και ένας γυαλισμένος ασημένιος δίσκος έστεκε στο κέντρο του τραπεζιού, με μια αστραφτερή ασημένια κανάτα και κύπελλα. Η Μουαραίν και η Νυνάβε στέκονταν σε αντίθετες άκρες του τραπεζιού και δεν τραβούσαν το βλέμμα η μια από την άλλη. Οι υπόλοιπες καρέκλες ήταν άδειες. Τα χέρια της Μουαραίν ακουμπούσαν στο τραπέζι, ασάλευτα, σαν το πρόσωπό της. Η πλεξούδα της Νυνάβε ήταν ριγμένη στον ώμο της και η άκρη κατέληγε στη γροθιά της· την τραβούσε απαλά, όπως έκανε όταν είχε πεισμώσει περισσότερο απ’ όσο συνήθως με το Συμβούλιο του Χωριού. Ο Πέριν είχε δίκιο. Παρά τη φωτιά, του φάνηκε ότι το κρύο ήταν τσουχτερό και πήγαζε από τις δύο γυναίκες στο τραπέζι.

Ο Λαν έγερνε στην κορνίζα του τζακιού, κοιτάζοντας τις φλόγες και τρίβοντας τα χέρια για να ζεσταθεί. Η Εγκουέν, με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο, φορούσε το μανδύα της με την κουκούλα ανεβασμένη, Ο Θομ, ο Ματ και ο Πέριν στάθηκαν αβέβαιοι μπροστά στην πόρτα.

Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα και πλησίασε στο τραπέζι. Μερικές φορές πρέπει να πιάσεις το λύκο από τα αυτιά, συμβούλεψε τον εαυτό του. Θυμήθηκε όμως άλλο ένα ρητό. Όταν έχεις πιάσει το λύκο από τα αυτιά, είναι δύσκολο να τον αφήσεις. Ένιωσε το βλέμμα της Μουαραίν πάνω του και το βλέμμα της Νυνάβε και το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο, αλλά πάντως κάθισε ανάμεσά τους.

Για μια στιγμή το δωμάτιο ήταν ακίνητο σαν γλυπτό και, ύστερα, η Εγκουέν και ο Πέριν και τελικά ο Ματ, προχώρησαν απρόθυμα στο τραπέζι και κάθισαν προς το κέντρο, μαζί με τον Ραντ. Η Εγκουέν χαμήλωσε κι άλλο την κουκούλα της, τόσο που το μισό πρόσωπό της ήταν κρυμμένο. Όλοι απέφυγαν να κοιτάξουν οποιονδήποτε άλλον.

“Λοιπόν”, ξεφύσηξε ο Θομ, από κει που στεκόταν πλάι στην πόρτα. “Τουλάχιστον κάτι έγινε”.

“Αφού είναι όλοι εδώ”, είπε ο Λαν, αφήνοντας το τζάκι και γεμίζοντας ένα ασημένιο κύπελλο με κρασί, “ίσως, τελικά, το δεχθείς”. Πρόσφερε το κύπελλο στη Νυνάβε· εκείνη το κοίταξε καχύποπτα. “Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι”, της είπε υπομονετικά. “Είδες τον πανδοχέα να φέρνει το κρασί και κανείς μας δεν είχε χρόνο να ρίξει κάτι μέσα. Είναι ακίνδυνο”.

Το στόμα της Σοφίας σφίχτηκε στο άκουσμα της λέξης φοβάσαι, αλλά πήρε το κύπελλο μουρμουρίζοντας, “Ευχαριστώ”.

“Αυτό που με ενδιαφέρει”, της είπε, “είναι πώς μας βρήκες”.

“Το ίδιο κι εμένα”. Η Μουαραίν έσκυψε μπροστά, με την προσοχή της τεταμένη. “Ίσως να είσαι πιο πρόθυμη να μιλήσεις, τώρα που ήρθαν η Εγκουέν και τα αγόρια;”

Η Νυνάβε ήπιε λίγο κρασί, πριν απαντήσει στην Άες Σεντάι. “Δεν υπάρχει άλλο μέρος να πάτε, εκτός από το Μπάερλον. Για να είμαι σίγουρη, όμως, ακολούθησα τη διαδρομή σας. Κάνατε αρκετά πισωγυρίσματα. Αλλά, βέβαια, δεν θέλατε να ανταμώσετε σωστούς ανθρώπους”.

“Ακολούθησες... τη διαδρομή μας;” είπε ο Λαν, πραγματικά έκπληκτος, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ. “Θα ήμουν απρόσεκτος”.

“Αφησες ελάχιστα ίχνη, αλλά στους Δύο Ποταμούς μόνο ο Ταμ αλ’Θορ είναι καλύτερος ιχνηλάτης από μένα”. Δίστασε, έπειτα πρόσθεσε, “Ο πατέρας μου, πριν πεθάνει, με έπαιρνε συχνά στο κυνήγι και μου έμαθε ό,τι θα μάθαινε στους γιους του, αν είχε”. Κοίταξε τον Λαν έτοιμη για καυγά, αλλά εκείνος απλώς ένευσε επιδοκιμαστικά.

“Αν μπορείς να ακολουθήσεις τη διαδρομή που προσπάθησα να κρύψω, τότε σε δίδαξε καλά. Ελάχιστοι το μπορούν, ακόμα και στις Μεθόριους”.

Η Νυνάβε έσκυψε απότομα το πρόσωπό της στο κύπελλό της. Ο Ραντ γούρλωσε τα μάτια. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Η Νυνάβε ποτέ δεν έδειχνε ταραγμένη. Θυμωμένη, ναι, εξοργισμένη, συχνά, ποτέ όμως δεν έμοιαζε να έχει χάσει την ψυχραιμία της. Τώρα, όμως, τα μάγουλά της σίγουρα είχαν κοκκινίσει και προσπαθούσε να το κρύψει με το κρασί.