“Ίσως τώρα απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις μου”, είπε ήρεμα η Μουαραίν. “Απάντησα στις δικές σου χωρίς να κρύψω τίποτα”.
“Το μόνο που είπες ήταν ιστορίες Βάρδων”, ανταπάντησε η Νυνάβε. “Τα μόνα γεγονότα που βλέπω εγώ είναι ότι μια Άες Σεντάι παρέσυρε τέσσερα νεαρά άτομα, το Φως μόνο ξέρει για ποιο λόγο”.
“Σου είπαμε ότι αυτό δεν το ξέρουν εδώ πέρα”, είπε απότομα ο Λαν. “Πρέπει να μάθεις να συγκρατείς τη γλώσσα σου”.
“Γιατί;” ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. “Γιατί να σας βοηθήσω να κρυφτείτε, ή να κρύψετε τι είστε; Ήρθα να τους πάρω πίσω στο Πεδίο του Έμοντ, όχι να σας βοηθήσω να τους φυγαδεύσετε”.
Ο Θομ παρενέβη με κοροϊδευτική φωνή. “Αν θέλεις να ξαναδούν το χωριό τους —ή να το ξαναδείς κι εσύ- τότε πρόσεχε. Υπάρχουν κάποιοι στο Μπάερλον που θα τη σκότωναν” —έδειξε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού τη Μουαραίν- “γι’ αυτό που είναι. Το ίδιο κι αυτόν”. Έδειξε τον Λαν, μετά, ξαφνικά, προχώρησε μπροστά κι ακούμπησε τις γροθιές του στο τραπέζι. Ορθώθηκε πάνω από τη Νυνάβε και τα μακριά μουστάκια και τα πυκνά φρύδια του πήραν απότομα μια απειλητική όψη.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι έκανε να οπισθοχωρήσει, να απομακρυνθεί απ’ αυτόν και μετά το σώμα της τεντώθηκε, με μια κίνηση που έδειχνε ότι δεν την φόβιζε. Ο Θομ δεν φάνηκε να το προσέχει· συνέχισε να μιλά, με απαλό, δυσοίωνο τόνο. “Και μια φήμη, ένας ψίθυρος αν ακουστεί, θα πλημμυρίσουν αυτό το πανδοχείο σαν πεινασμένα μυρμήγκια. Τόσο δυνατό είναι το μίσος τους, η λαχτάρα τους να σκοτώσουν, ή να αιχμαλωτίσουν κάποιον σαν αυτούς τους δύο. Και το κορίτσι; Τα αγόρια; Εσύ; Κάποια σχέση έχετε μαζί τους, αυτό για τους Λευκομανδίτες είναι αρκετό. Δεν θα σου αρέσει ο τρόπος που κάνουν ερωτήσεις, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον Λευκό Πύργο. Οι Λευκομανδίτες Εξεταστές υποθέτουν, εξαρχής, ότι είστε ένοχοι κι έχουν μόνο μια ποινή γι’ αυτού του είδους την ενοχή. Δεν τους νοιάζει να βρουν την αλήθεια· νομίζουν πως ήδη τη γνωρίζουν. Το μόνο που ψάχνουν, με τα καυτά σίδερα και τις τσιμπίδες τους, είναι η ομολογία. Καλύτερα να θυμάσαι ότι μερικά μυστικά είναι πολύ επικίνδυνα για να τα λες φωναχτά, ακόμα κι όταν νομίζεις πως ξέρεις ποιος σε ακούει”. Ίσιωσε τη ράχη μουρμουρίζοντας, “Μου φαίνεται ότι όλο αυτό λέω τώρα τελευταία”.
“Καλά το έθεσες, Βάρδε”, είπε ο Λαν. Ο Πρόμαχος πάλι κοίταζε, σαν να ζύγιζε τον άλλον. “Ξαφνιάζομαι που σε βλέπω να νοιάζεσαι τόσο”.
Ο Θομ σήκωσε τους ώμους. “Είναι επίσης γνωστό ότι έφτασα μαζί σας. Δεν μου αρέσει η ιδέα ενός Εξεταστή να μου λέει μ’ ένα καυτό σίδερο να μετανιώσω για τα αμαρτήματα μου και να περπατήσω στο Φως”.
“Αλλος ένας λόγος”, είπε η Νυνάβε κοφτά, “για να γυρίσουν σπίτι μαζί μου το πρωί. Ή τώρα το απόγευμα, αν είναι. Όσο πιο σύντομα φύγουμε από σας και βρεθούμε στο δρόμο για το Πεδίο του Έμοντ, τόσο το καλύτερο”.
“Δεν μπορούμε”, είπε ο Ραντ και χάρηκε που οι φίλοι του είχαν μιλήσει ταυτόχρονα. Έτσι η αγριωπή ματιά της Νυνάβε μοιράστηκε σε όλους· κανένας τους, πάντως, δεν τη γλίτωσε. Αλλά ο Ραντ είχε μιλήσει πρώτος κι έτσι οι άλλοι έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντάς τον. Ακόμα και η Μουαραίν έγειρε πίσω στην καρέκλα της, παρακολουθώντας τον πάνω από τις ενωμένες παλάμες της. Ο Ραντ κατέβαλλε προσπάθεια για να δει κατάματα τη Σοφία. “Αν γυρίσουμε στο Πεδίο του Έμοντ, θα γυρίσουν και οι Τρόλοκ. Μας... κυνηγούν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας κυνηγούν. Ίσως ανακαλύψουμε το λόγο στην Ταρ Βάλον. Ίσως ανακαλύψουμε πώς να τους σταματήσουμε. Είναι ο μόνος τρόπος”.
Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια στον αέρα. “Σαν να ακούω τον Ταμ. Έβαλε να τον κουβαλήσουν στη συνέλευση του χωριού και προσπάθησε να τους πείσει όλους. Τα ίδια είχε κάνει με το Συμβούλιο του Χωριού. Το Φως ξέρει πώς η... κυρά Αλυς” —πρόφερε το όνομα με άφθονη περιφρόνηση- “κατόρθωσε να τον πείσει· συνήθως έχει μια στάλα μυαλό κι αυτό είναι παραπάνω απ’ όσο έχουν οι άλλοι άνδρες. Όπως και να ’ναι, το Συμβούλιο, τις πιο πολλές φορές, είναι σαν ένα κοπάδι χαζούς, αλλά τώρα δεν ήταν τόσο βλάκες, ούτε και κανένας άλλος. Συμφώνησαν ότι έπρεπε να βρεθείτε. Μετά ο Ταμ ήθελε να σας φέρει αυτός κι ας μην μπορούσε ούτε να σταθεί μόνος του. Η βλακεία είναι οικογενειακό σας”.
Ο Ματ ξερόβηξε και μουρμούρισε, “Ο μπαμπάς μου; Τι είπε;”
“Φοβάται ότι θα δοκιμάσεις τα κολπάκια σου σε ξενομερίτες και θα σου σπάσουν το κεφάλι. Πιο πολύ έδειχνε να φοβάται γι’ αυτό, παρά την κυρά Άλυς από δω. Βέβαια, όσο μυαλό έχεις εσύ, άλλο τόσο έχει κι αυτός”.
Ο Ματ έδειξε ότι δεν ήξερε πώς να το πάρει αυτό, ή πώς να απαντήσει, ή αν έπρεπε να απαντήσει.
“Νομίζω”, άρχισε να λέει ο Πέριν διστακτικά, “δηλαδή, φαντάζομαι, ότι ούτε ο αφέντης Λούχαν χάρηκε πολύ που έφυγα”.