Выбрать главу

“Να χαρεί περίμενες;” Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι με αηδία και κοίταξε την Εγκουέν. “Ίσως κακώς με ξάφνιασε η αμυαλιά των τριών σας, αλλά νόμιζα ότι άλλους τους έκοβε περισσότερο”.

Η Εγκουέν καθόταν πίσω κι έτσι την κάλυπτε ο Πέριν. “Άφησα σημείωμα”, είπε η Εγκουέν. Τράβηξε απαλά την κουκούλα του μανδύα της, σαν να φοβόταν ότι φαίνονταν τα λυτά της μαλλιά. “Τα εξηγούσα όλα”. Το πρόσωπο της Νυνάβε σκοτείνιασε.

Ο Ραντ αναστέναξε. Η Σοφία ήταν έτοιμη να τους τα ψάλει και φαινόταν ότι θα τα έδινε όλα. Αν, πάνω στο θυμό της, έπαιρνε μια απόφαση —παραδείγματος χάριν, αν έλεγε ότι σκόπευε να τους πάρει πίσω στο Πεδίο του Έμοντ ό,τι και αν έλεγαν οι άλλοι- τότε θα ήταν αδύνατο να την μεταπείσουν. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει.

“Σημείωμα!” είπε η Νυνάβε, ενώ η Μουαραίν ταυτόχρονα έλεγε, “Εσύ κι εγώ έχουμε να μιλήσουμε, Σοφία”.

Αν ο Ραντ μπορούσε να σταματήσει, θα το έκανε, αλλά τα λόγια ξεχύθηκαν, σαν να είχε ανοίξει υδατοφράκτη αντί για το στόμα του. “Ωραία και σωστά όλα αυτά, αλλά δεν αλλάζουν τίποτα. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Πρέπει να προχωρήσουμε”. Προς το τέλος μιλούσε πιο αργά και η φωνή του βούλιαξε, έτσι τελείωσε, ψιθυρίζοντας, ενώ τον κοίταζαν ταυτόχρονα και η Σοφία και η Άες Σεντάι. Ήταν το βλέμμα που του έριχναν, όταν πλησίαζε, γυναίκες που συζητούσαν για δουλειές του Κύκλου των Γυναικών, το βλέμμα που έλεγε ότι δεν ήταν εκεί η θέση του. Κάθισε πίσω κι ευχήθηκε να βρισκόταν κάπου αλλού.

“Σοφία”, είπε η Μουαραίν, “πίστεψέ με όταν σου λέω ότι θα είναι πιο ασφαλείς μαζί μου παρά στους Δύο Ποταμούς”.

“Πιο ασφαλείς!” Η Νυνάβε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού έδειξε ότι δεν τα κατάπινε αυτά. “Εσύ τους έφερες εδώ, όπου υπάρχουν οι Λευκομανδίτες. Οι Λευκομανδίτες, που ίσως τους κάνουν κακό εξαιτίας σου, αν ο Βάρδος λέει αλήθεια. Πες μου, γιατί είναι ασφαλείς, Άες Σεντάι”.

“Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι από τους οποίους δεν μπορώ να τους προστατεύσω”, συμφώνησε η Μουαραίν, “όπως κι εσύ δεν μπορείς να τους προστατεύσεις από τον κεραυνό, αν γυρίσουν στην πατρίδα τους. Αλλά δεν είναι μόνος κίνδυνος ο κεραυνός, ή, έστω, οι Λευκομανδίτες. Είναι ο Σκοτεινός και οι υποτακτικοί του Σκοτεινού. Από αυτά τα πράγματα μπορώ να τους προστατεύσω. Η ικανότητά μου να αγγίζω την Αληθινή Πηγή, να αγγίζω το σαϊντάρ, μου προσφέρει αυτή την προστασία, όπως και σε κάθε Άες Σεντάι”. Η Νυνάβε έσφιξε το στόμα δύσπιστα. Το ίδιο έκανε και η Μουαραίν, από θυμό, αλλά συνέχισε με φωνή τραχιά, κοντά στα όρια της υπομονής. “Ακόμα κι αυτοί, οι καημένοι οι άνδρες που καταφέρνουν να χειριστούν τη Δύναμη για λίγο διάστημα, κερδίζουν κάποια προστασία, αν και μερικές φορές το άγγιγμα του σαϊντίν τους προστατεύει και άλλες φορές το μίασμα τους κάνει πιο ευάλωτους. Αλλά εγώ, και κάθε Άες Σεντάι, μπορώ να επεκτείνω την προστασία μου σε κείνους που είναι κοντά μου. Κανένας Ξέθωρος δεν μπορεί να τους βλάψει, όταν είναι τόσο κοντά μου όπως τώρα. Κανένας Τρόλοκ δεν μπορεί να πλησιάσει πιο κοντά από πεντακόσια βήματα χωρίς να τον καταλάβει ο Λαν, χωρίς να νιώσει το κακό που έχει μέσα του. Μπορείς να τους προσφέρεις έστω και τα μισά, αν επιστρέψουν στο Πεδίο του Έμοντ μαζί σου;”

“Αυτά είναι παραπλανητικά”, είπε η Νυνάβε. “Έχουμε μια παροιμία στους Δύο Ποταμούς. “Είτε η αρκούδα νικήσει το λύκο, είτε ο λύκος την αρκούδα, ο λαγός πάντα χάνει”. Πάρε αλλού αυτόν τον αγώνα και μην μπλέκεις κόσμο από το Πεδίο του Έμοντ”.

“Εγκουέν”, είπε η Μουαραίν μετά από μικρή παύση, “πάρε τους άλλους και άσε τη Σοφία μόνη μαζί μου για λίγο”. Το πρόσωπό της ήταν απαθές· η Νυνάβε ανακάθισε, σαν να ετοιμαζόταν για αγώνα πάλης δίχως κανόνες.

Η Εγκουέν πετάχτηκε όρθια, ενώ προφανώς η επιθυμία της να δείξει αξιοπρέπεια αντιμαχόταν την επιθυμία της να αποφύγει την αντιπαράθεση με τη Σοφία για τα λυτά μαλλιά της. Δεν δυσκολεύτηκε όμως να μαζέψει τους άλλους με μια ματιά της. Ο Ματ και ο Πέριν τράβηξαν πίσω τις καρέκλες τους μ’ έναν ξυστό ήχο και μουρμούρισαν κάτι ευγενικά, ενώ προσπαθούσαν να μην βγουν τρέχοντας. Ακόμα και ο Λαν κίνησε προς την πόρτα μ’ ένα σήμα της Μουαραίν, τραβώντας μαζί του τον Θομ.

Ο Ραντ τους ακολούθησε και ο Πρόμαχος έκλεισε πίσω τους την πόρτα, έπειτα ανέλαβε καθήκοντα σκοπού απέναντί της. Κάτω από το βλέμμα του Λαν, οι άλλοι πήγαν λιγάκι παραπέρα στο διάδρομο· δεν θα τους δινόταν η παραμικρή ευκαιρία να κρυφακούσουν. Όταν είχαν βρεθεί αρκετά μακριά, ο Λαν έγειρε στον τοίχο. Έμεινε απολύτως ακίνητος και, ακόμα και χωρίς το μανδύα του που άλλαζε χρώματα, δεν θα τον πρόσεχες, παρά μονάχα αν έπεφτες πάνω του.

Ο Βάρδος μουρμούρισε ότι είχε και καλύτερα πράγματα να κάνει και έφυγε, λέγοντας πάνω από τον ώμο του στα αγόρια, “Μην ξεχνάτε αυτό που σας είπα”, με αυστηρό ύφος. Οι άλλοι δεν έδειχναν διατεθειμένοι να φύγουν.