Выбрать главу

Η ιστορία της Νυνάβε εξηγούσε την παρουσία της, αλλά δεν τον καθησύχαζε. Ήταν ακόμα αποφασισμένη να τους πάει πίσω μαζί της.

“Τι σου είπε εκεί μέσα;” τη ρώτησε. Η Μουαραίν σίγουρα θα είχε αντικρούσει όλα τα επιχειρήματα της, αλλά αν της είχε ξεφύγει κανένα, θα το αναλάμβανε αυτός.

“Τα ίδια και τα ίδια”, απάντησε η Νυνάβε. “Και ήθελε να μάθει για σας τα αγόρια. Να δει αν μπορούσε να ανακαλύψει γιατί... προσελκύσατε τέτοιου είδους προσοχή... έτσι είπε”. Σταμάτησε, κοπιάζοντας τον με την άκρη του ματιού της. “Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά, πάνω απ’ όλα, ήθελε να μάθει αν κάποιος από σας γεννήθηκε εκτός των Δύο Ποταμών”.

Το πρόσωπό του ξαφνικά σφίχτηκε σαν πέτρα. Κατόρθωσε να χασκογελάσει βραχνά. “Παράξενα πράγματα βάζει στο νου της. Ελπίζω να τη διαβεβαίωσες πως είμαστε όλοι γέννημα-θρέμμα του χωριού”.

“Φυσικά”, απάντησε εκείνη. Είχε κοντοσταθεί μόνο για μια στιγμούλα πριν μιλήσει, τόσο λίγο που θα του ξέφευγε, αν δεν πρόσεχε γι’ αυτό συγκεκριμένα.

Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έλεγε, αλλά η γλώσσα του ήταν σαν ένα κομμάτι πετσί. Ξέρει. Στο κάτω-κάτω ήταν η Σοφία και η Σοφία κανονικά ήξερε τα πάντα για τους πάντες. Αν ξέρει, δεν ήταν όνειρο του πυρετού. Ω, βοήθησέ με Φως μου. Πατέρα!

“Είσαι καλά;” ρώτησε η Νυνάβε.

Είπε... είπε ότι... δεν ήμουν γιος του. Όταν παραμιλούσε... από τον πυρετό. Είπε ότι με βρήκε. Νόμιζα ότι ήταν από τον...” Ένιωσε το λαρύγγι του να τον καίει και αναγκάστηκε να σταματήσει.

“Αχ, Ραντ”. Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. Έπρεπε να με σηκώσει ψηλά για να τον φτάσει. “Οι άνθρωποι λένε παράξενα πράγματα όταν τους πιάνει η θέρμη. Ζαβά πράγματα. Πράγματα που δεν είναι αληθινά, ούτε πραγματικά. Άκουσέ με. Ο Ταμ αλ’Θορ πήγε να βρει περιπέτειες, όταν ήταν αγόρι το πολύ στην ηλικία σου. Μόλις που τον θυμάμαι να επιστρέφει, μεγάλος άνδρας πια, με κοκκινομάλλα, ξενομερίτισσα γυναίκα και με μωρό στις φασκιές. Θυμάμαι την Κάρι αλ’Θορ να κανακεύει αυτό το παιδί στην αγκαλιά της, δίνοντας του τόση αγάπη και με τέτοια αγαλλίαση, που δεν έχω ξαναδεί σε άλλη μάνα. Το δικό της παιδί, Ραντ. Εσένα. Τώρα πάψε να καμπουριάζεις και σταμάτα αυτές τις βλακείες”.

“Φυσικά”, είπε εκείνος. Πράγματι, γεννήθηκα έξω από τους Δύο Ποταμούς. “Φυσικά”. Ίσως ο Ταμ να έβλεπε όνειρο στον πυρετό του και ίσως να είχε βρει ένα μωρό μετά από μια μάχη. “Γιατί δεν της το είπες;”

“Δεν είναι δουλειά κανενός ξενομερίτη”.

“Μήπως και κάποιος από τους άλλους γεννήθηκε έξω;” Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση, κούνησε το κεφάλι του. “Όχι, μην απαντήσεις. Ούτε δική μου δουλειά είναι”. Αλλά θα ήταν ωραίο να ξέρει αν η Μουαραίν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν, πέρα από το ότι ενδιαφερόταν για όλη την ομάδα. Πράγματι όμως ενδιαφέρεται;

“Όχι, δεν είναι δική σου δουλειά”, συμφώνησε η Νυνάβε. “Μπορεί να μην σημαίνει τίποτα. Ίσως εκείνη ψάχνει στα τυφλά για κάποιο λόγο, οποιονδήποτε λόγο, για τον οποίο σας κυνηγούν όλους αυτά τα πλάσματα”.

Ο Ραντ κατάφερε να χαμογελάσει. “Τότε, όντως πιστεύεις ότι μας κυνηγούν”.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι πικρόχολα. “Έμαθες πώς να διαστρεβλώνεις τις λέξεις, από τότε που τη γνώρισες”.

“Τι θα κάνεις;” τη ρώτησε.

Τον κοίταξε εξεταστικά· της αντιγύρισε το βλέμμα χωρίς δισταγμό. “Σήμερα, θα κάνω μπάνιο. Για τα υπόλοιπα, θα δούμε, ε;”

17

Παρατηρητές και Κυνηγοί

Όταν έφυγε η Σοφία, ο Ραντ πήγε στην κοινή αίθουσα. Ηθελε να ακούσει ανθρώπους να γελούν, να ξεχάσει κι αυτά που είχε πει η Νυνάβε και τους μπελάδες στους οποίους μπορούσε να τους βάλει.

Η αίθουσα ήταν πήχτρα στον κόσμο, αλλά κανένας δεν γι λούσε, αν και όλες οι καρέκλες και οι πάγκοι ήταν γεμάτοι και υπήρχαν όρθιοι που στέκονταν στους τοίχους. Ο Θομ έδινε πάλι παράσταση, πατώντας σ’ ένα τραπέζι στον αντικριστό τοίχο, με χειρονομίες τόσο δραματικές, που κυριαρχούσε στο χώρο. Ήταν πάλι Το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος, αλλά, φυσικά, κανένας δεν παραπονιόταν. Υπήρχαν τόσες ιστορίες που μπορούσε να διηγηθεί κανείς για κάθε Κυνηγό και τόσοι Κυνηγοί, που καμία αφήγηση δεν έμοιαζε με άλλη. Αν καθόταν κάποιος να τις εξιστορήσει, από την αρχή ως το τέλος, θα του έπαιρνε μια ολόκληρη βδομάδα, ή και παραπάνω. Ο μόνος ήχος που ανταγωνιζόταν τη φωνή και την άρπα του Βάρδου ήταν το τριζοβόλημα των τζακιών.