Выбрать главу

“...στις οκτώ άκρες του κόσμου τρέχουν οι Κυνηγοί με τα άλογα, στους οκτώ στύλους του ουρανού, όπου φυσούν οι άνεμοι του χρόνου και η μοίρα αρπάζει, εξ ίσου, μεγάλους και μικρούς από το τσουλούφι. Τώρα, ο μέγιστος των Κυνηγών είναι ο Ρογκός της Τάλμουρ, ο Ρογκός ο Λετομάτης, φημισμένος στην αυλή του Υψηλού Βασιλιά, φόβητρο των πλαγιών του Σάγιολ Γκουλ...” Οι Κυνηγοί ήταν πάντα σπουδαίοι ήρωες, όλοι τους.

Ο Ραντ είδε τους δύο φίλους του και στριμώχτηκε στη θέση που του έκανε ο Πέριν, στην άκρη του πάγκου τους. Οι μυρωδιές της κουζίνας, που έμπαιναν στην αίθουσα, του θύμισαν ότι πεινούσε, αλλά ακόμα κι εκείνοι που είχαν μπροστά τους φαγητό δεν του έδιναν μεγάλη σημασία. Οι γυναίκες, που θα έπρεπε να σερβίρουν, έστεκαν μαγεμένες, έσφιγγαν τις ποδιές τους και κοίταζαν τον Βάρδο και κανένας δεν έδειχνε να ενοχλείται. Ήταν καλύτερο να ακούς παρά να τρως, όσο καλό και να ’ταν το φαγητό.

“...από τη μέρα της γέννησης της ο Σκοτεινός έχει σημαδέψει τη Μπλάες για δική του, μα ο νους εκείνης κοιτάζει αλλού — δεν είναι Σκοτεινόφιλη, η Μπλάες του Μάτουτσιν! Δυνατή σαν τη μελία στέκει, λυγερή, σαν ιτιάς κλαρί, όμορφη σαν τριαντάφυλλο. Η χρυσομάλλα η Μπλάες. Πρόθυμη να πεθάνει, παρά να υποκύψει. Μα ακούστε! Αντιλαλούν από τους πύργους της πόλης, τρουμπέτες που σκληρίζουν, ηχηρές και διαπεραστικές. Οι κήρυκες της αναγγέλουν άφιξη ήρωα στην αυλή της. Τύμπανα βροντούν και κύμβαλα λαλούν! Ο Ρογκός ο Αετομάτης έρχεται, να αποτίσει φόρο τιμής...”

“Το Παζάρι του Ρογκός του Αετομάτη” τράβηξε αρκετά και ύστερα έφτασε στο τέλος, αλλά ο Θομ έκανε μια παύση μονάχα για να βρέξει το λαρύγγι του με λίγη μπύρα, πριν αρχίσει το: “Η Απελπισμένη Μάχη του Ίλιαν”. Ακολούθησαν, “Η Πτώση της Άλεθ-Λόριελ” και “Το Σπαθί του Γκάινταλ Κέιν”, καθώς και “Η Τελευταία Επέλαση του Μπουάντ του Αλμπέιν”. Οι παύσεις γίνονταν μεγαλύτερες όσο περνούσε το βράδυ και, όταν ο Θομ άφησε την άρπα και πήρε το φλάουτο, όλοι κατάλαβαν ότι οι ιστορίες είχαν πάρει τέλος για απόψε. Δύο άνδρες πλησίασαν τον Θομ μ’ ένα τύμπανο κι ένα μεταλόφωνο, αλλά κάθισαν στο τραπέζι, ενώ εκείνος έμεινε να στέκεται πάνω του.

Οι τρεις νεαροί από το Πεδίο του Έμοντ χειροκρότησαν, όταν ακούστηκε η πρώτη νότα από το “Ο Άνεμος που Σείει τις Ιτιές” και δεν ήταν οι μόνοι. Ήταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια στους Δύο Ποταμούς κι απ’ ό,τι φαινόταν και στο Μπάερλον. Εδώ κι εκεί, μάλιστα, κάποιες φωνές τραγούδησαν κι αυτές, όχι τόσο φάλτσα για να διαμαρτυρηθεί κανείς.

“Η αγάπη μου έφυγε, την πήρε μακριά ο άνεμος που σείει την ιτιά και τη γη τη δέρνει και τη χτυπά ο άνεμος που σείει την ιτιά. Αλλά θα την κρατήσω κοντά μου στην καρδιά και τη θύμηση μου και με τη δύναμή της να δίνει κουράγιο στην ψυχή μου, την αγάπη της να ζεσταίνει τα φυλλοκάρδια μου, θα σταθώ εκεί που κάποτε τραγουδούσαμε, αν και ο χιονιάς σείει την ιτιά”.

Το δεύτερο τραγούδι δεν ήταν τόσο λυπημένο. Αντίθετα, το “Μόνο Έναν Κουβά Νερό”, συγκριτικά, φάνηκε ακόμα πιο κεφάτο ## ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός του Βάρδου. Οι άνθρωποι έτρεξαν ## παραμερίσουν τα τραπέζια και να αδειάσουν το μέρος για το γυρό και άρχισαν να τινάζουν τις φτέρνες, ώσπου οι τοίχοι φαντάζονταν από το ποδοβολητό και τα στροβιλίσματα. Όταν τελείωσε ο πρώτος χορός, οι χορευτές που έφευγαν κρατούσαν τα πλευρά από τα γέλια, καθώς έδιναν τη θέση τους στους άλλους.

Ο Θομ έπαιξε τις εναρκτήριες νότες του “Οι Αγριόχηνες Πετούν” και ύστερα σταμάτησε για να πάρουν θέση οι χορευτές για το ριλ.

“Λέω να δοκιμάσω κι εγώ”, είπε ο Ραντ και σηκώθηκε. Ο Πέριν με τάχτηκε πίσω του. Ο Ματ ήταν ο τελευταίος που έκανε να σηκωθεί μ έτσι αναγκάστηκε να μείνει για να φυλά τους μανδύες τους, μαζί με το σπαθί το Ραντ και το τσεκούρι του Πέριν.

“Μην ξεχνάτε, μετά θέλω τη σειρά μου”, φώναξε, καθώς οι άλλοι απομακρύνονταν.

Οι χορευτές σχημάτισαν δύο μακριές αντικριστές γραμμές, οι υχόρες στη μια, οι γυναίκες στην άλλη. Πρώτα το τύμπανο και μετά το μεταλόφωνο έπιασαν το ρυθμό και όλοι οι χορευτές άρχισαν να ζυγίζουν τα γόνατα ακολουθώντας τον, Η κοπέλα που ήταν απέναντι από τον Ραντ, που τα μελαχρινά της μαλλιά του θύμισαν την πατρίδα, του χαμογέλασε ντροπαλά και μετά του έκλεισε το μάτι, με τρόπο που κάθε άλλο παρά ντροπαλός ήταν. Το φλάουτο του Θομ έπιασε το σκοπό και ο Ραντ προχώρησε για να συναντήσει τη μελαχρινή κοπέλα· εκείνη τίναξε πίσω το κεφάλι και γέλασε, καθώς ο Ραντ τη στριφογυρνούσε και την περνούσε στον επόμενο άνδρα της σειράς.

Όλοι στην αίθουσα γελούσαν, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς χόρευε με την επόμενη παρτενέρ του, μια από τις σερβιτόρες, που η ποδιά της ανέμιζε τρελά. Το μόνο πρόσωπο δίχως χαμόγελο που έβλεπε ήταν ενός άνδρα, που καθόταν σκυφτός πλάι σ’ ένα τζάκι κι εκείνος ο τύπος είχε μια ουλή, που περνούσε από όλο το πρόσωπο, αρχίζοντας από το μηνίγγι και καταλήγοντας στη διαγώνιο πλευρά του σαγονιού του, η οποία έδινε στη μύτη του γερτή όψη και τραβούσε προς τα κάτω τις άκρες του στόματός του. Ο άνδρας είδε που τον κοιτούσε κι έκανε μια γκριμάτσα και ο Ραντ κοίταξε αλλού ντροπιασμένος. Μπορεί με κείνη την ουλή ο άνδρας να μην μπορούσε να χαμογελάσει.