Ο Θομ δεν άργησε να βάλει το φλάουτο στη θήκη του, λογομαχώντας καλοκάγαθα με εκείνους που τον ήθελαν να μείνει λίγο ακόμα. Ο Λαν ήρθε να μαζέψει τον Ραντ και τους άλλους.
“Πρέπει να φύγουμε νωρίς”, είπε ο Πρόμαχος, γέρνοντας κοντά τους για να ακουστεί στη φασαρία, “και πρέπει να ξεκουραστούμε όσο γίνεται”.
“Είναι ένας τύπος που με κοιτάζει”, είπε ο Ματ. “Ένας άνδρας με ουλή στο πρόσωπο. Μάλλον δεν είναι... από τους φίλους που μας έλεγες;”
“Κάπως έτσι;” είπε ο Ραντ, περνώντας το δάχτυλό του από τη μύτη ως την άκρη του στόματός του. “Με κοίταζε και μένα”. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στην αίθουσα. Ο κόσμος έφευγε και οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες ήταν μαζεμένοι γύρω από τον Θομ. “Δεν είναι εδώ τώρα”.
“Είδα τον άνδρα”, είπε ο Λαν. “Κατά τον αφέντη Φιτς, είναι κατάσκοπος των Λευκομανδιτών. Δεν είναι δική μας έγνοια”. Ίσως να μην ήταν, αλλά ο Ραντ έβλεπε ότι κάτι ενοχλούσε τον Πρόμαχο.
Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, που είχε τη μουδιασμένη έκφραση που πάντα σήμαινε πως κάτι έκρυβε. Λευκομανδίτης κατάσκοπος. Μήπως ο Μπόρνχαλντ καίγεται τόσο πολύ για να μας το ανταποδώσει;
“Φεύγουμε νωρίς;” είπε. “Πολύ νωρίς;” Ίσως θα είχαν εξαφανιστεί, πριν υπάρξει συνέχεια.
“Με το πρώτο φως της αυγής”, απάντησε ο Πρόμαχος.
Όπως έφευγαν από την κοινή αίθουσα, ο Ματ σιγοτραγουδούσε αποσπάσματα από τα τραγούδια, ο Πέριν σταματούσε πού και πού για να δοκιμάσει κάποιο καινούργιο βήμα που είχε μάθει και ήρθε μαζί τους ο Θομ, που ήταν σε μεγάλα κέφια. Το πρόσωπο του Λαν ήταν ανέκφραστο καθώς πήγαιναν στη σκάλα.
“Πού κοιμάται η Νυνάβε;” ρώτησε ο Ματ. “Ο αφέντης Φιτς είπε ότι εμείς πήραμε τα τελευταία δωμάτια”.
“Έχει ένα κρεβάτι”, είπε ξερά ο Θομ, “μαζί με την κυρά Άλυς και το κορίτσι”.
Ο Πέριν σφύριξε ανάμεσα από τα δόντια του και ο Ματ μουρμούρισε, “Μα το αίμα και τις στάχτες! Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της Εγκουέν για όλο το χρυσάφι του Κάεμλυν!”
Ο Ραντ ευχήθηκε, και όχι για πρώτη φορά, να μπορούσε ο Ματ να σκεφτεί σοβαρά για κάτι για διάστημα μεγαλύτερο των δύο λεπτών. Ούτε και η δική τους θέση ήταν τόσο άνετη. “Πάω να πάρω λίγο γάλα”, είπε. Ίσως τον βοηθούσε να κοιμηθεί. Μπορεί απόψε να μην ονειρευτώ.
Ο Λαν του έριξε μια αυστηρή ματιά. “Κάτι δεν πάει καλά απόψε. Μην απομακρυνθείς. Και να θυμάσαι ότι θα φύγουμε, είτε είσαι ξύπνιος και κάθεσαι στη σέλα σου, είτε αναγκαστούμε να σε δέσουμε, μην πέσεις”.
Ο Πρόμαχος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια· οι άλλοι τον ακολούθησαν, με τα φτερά κάπως πεσμένα. Ο Ραντ στάθηκε μόνος του στην κύρια αίθουσα. Μετά από τόσο κόσμο, ήταν πραγματικά μοναχικό μέρος.
Έτρεξε στην κουζίνα, όπου μια λαντζιέρισσα δούλευε ακόμα. Του έβαλε ένα φλιτζάνι γάλα από μια μεγάλη πήλινη κανάτα.
Εκεί που έβγαινε από την κουζίνα πίνοντας, μια μορφή, με μουντό μαύρο χρώμα, ξεκίνησε να τον πλησιάζει από την άλλη άκρη του διαδρόμου και ύψωσε τα χλωμά χέρια της για να τραβήξει την κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπο. Ο μανδύας κρεμόταν ακίνητος, καθώς η μορφή προχωρούσε και το πρόσωπο... Πρόσωπο ανδρικό, αλλά κάτασπρο, σαν σαλιγκάρι κάτω από πέτρα και δίχως μάτια. Από τα λαδωμένα μελαχρινά μαλλιά, ως τα αφράτα μάγουλα το πρόσωπο ήταν λείο, σαν τσόφλι αυγού. Ο Ραντ στραβοκατάπιε, φτύνοντας το γάλα.
“Είσαι ένας από κείνους, μικρέ”, είπε ο Ξέθωρος, μ’ ένα βραχνό ψίθυρο, σαν λίμα που σερνόταν αργά σε κόκαλο.
Ο Ραντ, ρίχνοντας κάτω το φλιτζάνι, έκανε πίσω. Ήθελε να τρέξει, μα μπορούσε μονάχα να βάλει τα πόδια του να κάνουν αργά, διστακτικά βήματα προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από κείνο το ανόφθαλμο πρόσωπό· το βλέμμα του ήταν αιχμαλωτισμένο και το στομάχι του ανακατευόταν. Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, να ουρλιάξει· το λαρύγγι του ήταν σαν πέτρα. Η κάθε τραχιά ανάσα που έπαιρνε τον πονούσε.
Ο Ξέθωρος πλησίασε με απαλές κινήσεις, δίχως βιασύνη. Τα βήματα του είχαν μια λυγερή, θανατηφόρα χάρη, σαν οχιά, και την ομοιότητα τόνιζαν τα επικαλυπτόμενα μαύρα ελάσματα του θώρακα στο στήθος του. Τα λεπτά, άχρωμα χείλη έστριβαν μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο, που γινόταν πιο κοροϊδευτικό, επειδή, αντί για μάτια, υπήρχε μόνο λεία, ωχρή επιδερμίδα. Η φωνή έκανε τη φωνή του Μπόρνχαλντ να μοιάζει ζεστή και φιλική. “Πού είναι οι άλλοι; Ξέρω ότι είναι εδώ. Μίλα, μικρέ, και θα σε αφήσω να ζήσεις”.
Η πλάτη του Ραντ χτύπησε ξύλο, τοίχου ή πόρτας — του ήταν αδύνατον να κοιτάξει γύρω και να δει. Τώρα που τα πόδια του είχαν σταματήσει, δεν μπορούσε να τα βάλει να ξαναπερπατήσουν. Ανατρίχιασε, βλέποντας τον Μυρντράαλ να πλησιάζει με τη συρτή του κίνηση. Το τρέμουλο του κορμιού του δυνάμωνε με την κάθε αργή δρασκελιά.