Выбрать главу

“Μίλα σου λέω, αλλιώς—”

Από πάνω ακούστηκαν μπότες και γοργά βήματα, από τις σκάλες που ξεκινούσαν από τον διάδρομο, και ο Μυρντράαλ σταμάτησε και στριφογύρισε. Ο μανδύας έμεινε ακίνητος. Για μια στιγμή ο Ξέθωρος έγειρε το κεφάλι, σαν να μπορούσε εκείνη η ανόφθαλμη ματιά να τρυπήσει τον ξύλινο τοίχο. Ένα σπαθί εμφανίστηκε, σε ένα χέρι νεκρικά χλωμό, με λεπίδα μαύρη σαν τον μανδύα. Το ποδοβολητό δυνάμωσε και ο Ξέθωρος στράφηκε πάλι στον Ραντ, κινούμενος σαν να μην είχαν κόκαλα τα μέλη του. Η μαύρη λεπίδα υψώθηκε· τα στενά χείλη τραβήχτηκαν απειλητικά.

Ο Ραντ, τρέμοντας, κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Ατσάλι μαύρο σαν τη νύχτα άστραψε κοντά στο κεφάλι του... και σταμάτησε.

“Ανήκεις στον Μεγάλο Άρχοντα του Σκότους”. Η ασθματική βραχνάδα της φωνής του ήχησε σαν νύχια που έξυναν πλάκα. “Είσαι δικός του”.

Ο Ξέθωρος στριφογύρισε, τόσο γρήγορα που ήταν σαν μια θολούρα, χίμηξε στο διάδρομο, έφυγε μακριά από τον Ραντ. Οι σκιές στην άλλη άκρη απλώθηκαν και τον αγκάλιασαν και χάθηκε.

Ο Λαν κατέβηκε πηδώντας τα τελευταία σκαλιά, έπεσε βροντερά, με το σπαθί στο χέρι.

Ο Ραντ πάσχισε να ξαναβρεί τη φωνή του. “Ξέθωρος”, είπε πνιχτά. “Ήταν...” Θυμήθηκε ξαφνικά το σπαθί του. Όταν τον κοίταζε ο Μυρντράαλ, δεν το είχε σκεφτεί. Έπιασε τώρα τη λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού, χωρίς να τον νοιάζει αν ήταν πολύ αργά. “Έτρεξε προς τα κει!”

Ο Λαν ένευσε αφηρημένα· έμοιαζε να ακούει κάτι άλλο. “Ναι. Φεύγει. Ξεθωριάζει. Δεν προλαβαίνω να τον καταδιώξω. Φεύγουμε, βοσκέ”.

Κι άλλες μπότες ακούστηκαν να κατεβαίνουν τις σκάλες· ο Ματ και ο Πέριν και ο Θομ, φορτωμένοι κουβέρτες και σακίδια σέλας. Ο Ματ ακόμα τύλιγε την κουβέρτα του, ενώ έσφιγγε άβολα το τόξο κάτω από τη μασχάλη.

“Φεύγουμε;” είπε ο Ραντ. “Θηκάρωσε το σπαθί του, πήρε τα πράγματά του από τον Θομ. “Τώρα; Νυχτιάτικα;”

“Θέλεις να περιμένεις το γυρισμό του Ημιάνθρωπου, βοσκέ;” είπε ανυπόμονα ο Πρόμαχος. “Να έρθουν πεντ’ έξι από δαύτους; Τώρα ξέρει πού είμαστε”.

“Θα έρθω πάλι με σας”, είπε ο Θομ στον Πρόμαχο, “αν δεν έχεις αντίρρηση. Είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται πως έφτασα εδώ μαζί σας. Φοβάμαι πως αύριο σ’ αυτό το μέρος θα είναι πολύ κακό να με θεωρούν φίλο σας”.

“Ή μαζί μας, ή στο Σάγιολ Γκουλ, Βάρδε”. Θηκάρωσε το σπαθί του με τόση δύναμη, που η θήκη κουδούνισε.

Ένας σταβλίτης μπήκε από την πίσω πόρτα και τους προσπέρασε τρέχοντας, ύστερα φάνηκε η Μουαραίν μαζί με τον αφέντη Φιτς και πίσω τους η Εγκουέν, με το σάλι διπλωμένο στην αγκαλιά της. Και η Νυνάβε. Η Εγκουέν φαινόταν τρομαγμένη κι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά το πρόσωπο της Σοφίας ήταν μια μάσκα ψυχρού θυμού.

“Πρέπει να το πάρεις σοβαρά”, έλεγε η Μουαραίν στον πανδοχέα. “Οπωσδήποτε το πρωί θα έχεις φασαρίες. Ίσως από Σκοτεινόφιλους· ίσως από χειρότερα. Όταν έρθουν, ξεκαθάρισε αμέσως ότι έχουμε φύγει. Μην προβάλεις αντίσταση. Απλώς πες τους, όποιοι κι αν είναι, ότι φύγαμε μέσα στη νύχτα και μάλλον δεν θα σε ενοχλήσουν άλλο. Εμάς θέλουν”.

“Μην σε νοιάζουν οι φασαρίες”, απάντησε ευδιάθετα ο αφέντης Φιτς. “Καθόλου, μα καθόλου. Αν έρθουν κάποιοι στο πανδοχείο μου να τα βάλουν με τους καλεσμένους μου... τα παλικάρια μου κι εγώ θα τους δείξουμε. Θα τους δείξουμε. Και δεν θα μας πάρουν κουβέντα για το αν φύγατε, πότε φύγατε, αν ήσασταν καν ποτέ εδώ. Δεν θέλω ανθρώπους σαν και του λόγου τους. Ούτε λέξη δεν θα πει κανείς για σας εδώ. Ούτε λέξη!”

“Αλλά—”

“Κυρά Άλυς, πρέπει να φροντίσω τα άλογά σας, αν θέλετε να είναι όλα εντάξει όταν φύγετε”. Ξέφυγε από το χέρι της, που τον έσφιγγε από το μανίκι και πήγε βιαστικά προς τους στάβλους.

Η Μουαραίν αναστέναξε εκνευρισμένη. “Αγύριστο κεφάλι. Δεν ακούει τίποτα”.

“Λες να έρθουν Τρόλοκ εδώ πέρα για να μας κυνηγήσουν;” ρώτησε ο Ματ.

“Τρόλοκ!” είπε απότομα η Μουαραίν. “Και βέβαια όχι! Υπάρχουν κι άλλα πράγματα να φοβηθούμε και το πώς μας βρήκαν δεν είναι διόλου ασήμαντο”. Αγνόησε τον Ματ, που φαινόταν αναστατωμένος και συνέχισε. “Ο Ξέθωρος σίγουρα καταλαβαίνει ότι δεν θα μείνουμε εδώ, τώρα που ξέρουμε ότι μας βρήκε, αλλά ο αφέντης Φιτς παίρνει πολύ αψήφιστα τους Σκοτεινόφιλους. Τους αντιμετωπίζει σαν εξαθλιωμένα όντα, που κρύβονται στις σκιές, αλλά μπορείς να βρεις Σκοτεινόφιλους στα μαγαζιά και τους δρόμους κάθε πόλης και στα ανώτατα αξιώματα επίσης. Ο Μυρντράαλ ίσως τους στείλει για να δει αν μπορεί να μάθει τα σχέδιά μας”. Έκανε στροφή μ ατόπου κι έφυγε, με τον Λαν από κοντά.

Καθώς πήγαιναν στο στάβλο, ο Ραντ πήγε δίπλα στη Νυνάβε. Είχε κι εκείνη τα σακίδια και τις κουβέρτες της. “Τελικά έρχεσαι μαζί μας”, της είπε. Η Μιν είχε δίκιο.