“Υπήρχε στ’ αλήθεια κάτι εδώ πέρα;” τον ρώτησε χαμηλόφωνα. “Εκείνη είπε ότι ήταν-” Σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε.
“Ένας Ξέθωρος”, της απάντησε. Έμεινε έκπληκτος που το έλεγε τόσο γαλήνια. “Ήταν στην κεντρική αίθουσα μαζί μου και ύστερα ήρθε ο Λαν”.
Η Νυνάβε έστρωσε το μανδύα της, επειδή φυσούσε αέρας όπως έβγαιναν από το πανδοχείο. “Ίσως κάτι να σας κυνηγά. Αλλά ήρθα για να σας πάω σώους κι αβλαβείς στο Πεδίο του Έμοντ και δεν φεύγω αν δεν το κάνω αυτό. Δεν θα σας αφήσω μόνους με κάποιαν σαν κι αυτήν”. Φώτα κινούνταν στους στάβλους, όπου οι σταβλίτες σέλωναν τα άλογα.
“Ματς!” φώναξε ο πανδοχέας από την πόρτα του στάβλου, όπου στεκόταν μαζί με τη Μουαραίν. “Πάρε τα πόδια σου!” Ξαναστράφηκε ο’ αυτήν, φάνηκε να προσπαθεί να την καθησυχάσει, χωρίς να την ακούει στ’ αλήθεια· το έκανε όμως με σεβασμό, ενώ, ταυτόχρονα, πότε υποκλινόταν και πότε φώναζε διαταγές στους ανθρώπους του.
Οι σταβλίτες έβγαλαν τα άλογα έξω, γκρινιάζοντας για το περασμένο της ώρας και για τη φούρια. Ο Ραντ κράτησε το δέμα ι ης Εγκουέν και της το έδωσε, όταν εκείνη ανέβηκε στη ράχη της Μπέλα. Τον κοίταξε με μάτια διάπλατα, φοβισμένα. Τουλάχιστον, τώρα, δεν το βλέπει σαν περιπέτεια.
Ντράπηκε, αμέσως μόλις το σκέφτηκε. Η Εγκουέν κινδύνευε εξαιτίας του Ραντ και των άλλων. Ακόμα και αν επέστρεφε μόνη στο Πεδίο του Έμοντ, θα ήταν πιο ασφαλής από το να έρθει μαζί τούς. “Εγκουέν...”
Οι λέξεις ξεψύχησαν στο στόμα του. Ήταν τόσο πεισματάρα που δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει πίσω, αφού είχε πει ότι θα πήγαινε ως την Ταρ Βάλον. Και το άλλο που είδε η Μιν; Είναι μέρος όλων αυτών. Φως μου, μέρος ποιων;
“Εγκουέν”, είπε. “Λυπάμαι. Φαίνεται ότι δεν μπορώ πια να σκεφτώ λογικά”.
Εκείνη έγειρε και έσφιξε το χέρι του με δύναμη. Στο φως που έπεφτε από το στάβλο είδε το πρόσωπό της καθαρά. Δεν φαινόταν φοβισμένη όσο πριν.
Όταν ανέβηκαν όλοι στα άλογα, ο αφέντης Φιτς επέμεινε να τους οδηγήσει ως τις πύλες, ενώ οι σταβλίτες του φώτιζαν το δρόμο με τις λάμπες τους. Ο κοιλαράς πανδοχέας υποκλίθηκε καθώς έβγαιναν, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα φύλαγε τα μυστικά τους, προσκαλώντας τους να ξανάρθουν. Ο Ματς τους παρακολούθησε να φεύγουν με το ίδιο ξινό βλέμμα που είχε όταν έρχονταν.
Να ένας, σκέφτηκε ο Ραντ, που δεν θα έδειχνε τίποτα σε κανέναν, ή, μάλλον, θα έδειχνε τα πάντα. Στον πρώτο που θα τον ρωτούσε, ο Ματς θα έλεγε πότε είχαν φύγει και ό,τι άλλο ήξερε. Όταν προχώρησαν λίγο, γύρισε και κοίταξε. Μια φιγούρα στεκόταν εκεί με τη λάμπα υψωμένη, κοιτάζοντάς τους. Δεν είχε ανάγκη να δει το πρόσωπο για να καταλάβει ότι ήταν ο Ματς.
Οι δρόμοι του Μπάερλον ήταν έρημοι τέτοια ώρα νυχτιάτικα· μόνο μερικές αμυδρές λάμψεις ξέφευγαν από τα ασφαλισμένα παντζούρια και το φως ενός φεγγαριού, στο τελευταίο τέταρτο του, δυνάμωνε και έσβηνε, μαζί με τα σύννεφα που παράσερνε ο άνεμος. Όλο και κάποιο σκυλί τους γάβγιζε, καθώς περνούσαν από κάποιο σοκάκι, αλλά κανένας άλλος ήχος δεν τάραζε τη νύχτα, παρά μόνο οι οπλές των αλόγων τους και ο άνεμος που αλυχτούσε στις στέγες. Οι καβαλάρηδες ήταν βυθισμένοι σε σιωπή ακόμα πιο βαθιά, κουκουλωμένοι με τους μανδύες και με τις σκέψεις τους.
Τους οδηγούσε ο Πρόμαχος, ως συνήθως, με τη Μουαραίν και την Εγκουέν κοντά πίσω του. Η Νυνάβε έμενε κοντά στην κοπέλα και οι άλλοι έπονταν, με τα άλογά τους δίπλα-δίπλα. Ο Λαν κρατούσε ταχύ ρυθμό.
Ο Ραντ παρακολουθούσε επιφυλακτικά τους δρόμους γύρω τους και πρόσεξε ότι και οι φίλοι του έκαναν το ίδιο. Οι σκιές του φεγγαριού, που έπαιζαν, έμοιαζαν με τις σκιές στην άκρη του διαδρόμου, που φαίνονταν να εκτείνονται προς τον Ξέθωρο. Όταν τύχαινε να ακουστεί κάποιος ήχος, ο κρότος ενός βαρελιού, ή άλλο ένα σκυλί να γαβγίζει, όλα τα κεφάλια τινάζονταν. Σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, καθώς διέσχιζαν την πόλη, όλοι πλησίαζαν τα άλογά τους κοντά στο μαύρο επιβήτορα του Λαν και τη λευκή φοράδα της Μουαραίν.
Στην Πύλη Κάεμλυν, ο Λαν ξεπέζεψε και χτύπησε απανωτές γροθιές στην πόρτα ενός μικρού τετράγωνου πέτρινου φυλακίου, που έστεκε δίπλα στο τείχος. Εμφανίστηκε ένας κουρασμένος βιγλάτορας της πύλης, που έτριβε νυσταγμένα το πρόσωπό του. Όταν του μίλησε ο Λαν, η νύστα του χάθηκε και κοίταξε τους άλλους, πέρα από τον Πρόμαχο.
“Θέλετε να φύγετε;” έκραξε. “Τώρα; Νυχτιάτικα; Κάποια βίδα θα σας έστριψε!”
“Εκτός αν υπάρχει διαταγή από τον Κυβερνήτη, που να απαγορεύει την αναχώρηση μας”, είπε η Μουαραίν. Είχε ξεπεζέψει κι αυτή, αλλά στεκόταν μακριά από την πόρτα, στο φως που χυνόταν στο σκοτεινό δρόμο.
“Όχι ακριβώς, κυρά”. Ο Βιγλάτορας την κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια καθώς προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. “Αλλά οι πύλες μένουν κλειστές από τη δύση του ήλιου ως την ανατολή. Κανένας δεν μπαίνει, παρά μόνο με το φως της μέρας. Έτσι λέει η διαταγή. Εν πάση περιπτώσει, εκεί έξω έχει λύκους. Την περασμένη βδομάδα σκότωσαν πάνω από δέκα γελάδες. Θα σκότωναν πανεύκολα και ανθρώπους ακόμα”.