“Κανένας να μην μπει, μα δεν λέει να μην φύγει κανένας”, είπε η Μουαραίν, σαν να ξεκαθάριζε έτσι το ζήτημα. “Βλέπεις; Δεν σου ζητάμε να παρακούσεις τον Κυβερνήτη”.
Ο Λαν έβαλε κάτι στο χέρι του βιγλάτορα. “Για τον κόπο σου”, μουρμούρισε.
“Μάλλον”, είπε αργά ο βιγλάτορας. Κοίταξε το χέρι του· το χρυσάφι έλαμψε και το έχωσε βιαστικά στην τσέπη. “Μάλλον δεν έλεγε τίποτα για όσους φεύγουν. Μια στιγμή”. Έχωσε το κεφάλι του μέσα. “Άριν! Νταρ! Βγείτε να βάλετε ένα χεράκι να ανοίξουμε την πύλη. Είναι κόσμος που θέλει να φύγει. Μην το συζητάτε. Ανοίξτε”,
Από το κτίριο εμφανίστηκαν άλλοι δύο της σκοπιάς της πύλης, σταματώντας για να κοιτάξουν νυσταγμένοι κι έκπληκτοι την οκταμελή ομάδα που περίμενε να φύγει. Με την προτροπή του πρώτου βιγλάτορα, πήγαν να γυρίσουν το μεγάλο τροχό, που ύψωνε τη χοντρή αμπάρα των πυλών και μετά άρχισαν να τις τραβούν για να ανοίξουν. Η μανιβέλα με την καστάνια έβγαλε ένα γοργό κροτάλισμα, αλλά οι καλολαδωμένες πύλες άνοιξαν σιωπηλά. Πριν όμως ανοίξουν, έστω ως τη μέση, μια ψυχρή φωνή μίλησε από το σκοτάδι.
“Τι είναι αυτό; Δεν υπάρχει διαταγή να κλείνουν αυτές οι πύλες ως την αυγή;”
Πέντε άνδρες με λευκούς μανδύες προχώρησαν στο φως του φυλακίου. Οι κουκούλες τους ήταν ανεβασμένες κι έκρυβαν τα πρόσωπά τους, όμως όλοι είχαν το χέρι στο σπαθί και ο χρυσός ήλιος στο αριστερό στήθος τους έδειχνε καθαρά ποιοι ήταν. Ο Ματ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Οι βιγλάτορες σταμάτησαν να γυρνούν την καστάνια και αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές.
“Δεν είναι δική σας υπόθεση”, είπε επιθετικά ο πρώτος βιγλάτορας. Πέντε λευκές κουκούλες γύρισαν για να τον κοιτάξουν κι αυτός συνέχισε κάπως πιο ασθενικά. “Τα Τέκνα δεν έχουν δικαιοδοσία εδώ. Ο Κυβερνήτης—”
“Τα Τέκνα του Φωτός”, είπε με απαλή φωνή ο άνδρας με το λευκό μανδύα που είχε μιλήσει πρώτος, “έχουν δικαιοδοσία όπου οι άνθρωποι περπατούν στο Φως. Τους διώχνουν μόνο εκεί που βασιλεύει η Σκιά του Σκοτεινού, έτσι δεν είναι;” Στράφηκε με την κουκούλα του από τον βιγλάτορα προς τον Λαν και ξαφνικά έριξε δεύτερη, πιο επιφυλακτική ματιά στον Πρόμαχο.
Ο Πρόμαχος δεν είχε σαλέψει· έμοιαζε να στέκεται άνετος και χαλαρός. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί που να μπορούν να κοιτάξουν τα Τέκνα με τόση αμεριμνησία. Το απαθές πρόσωπο του Λαν ήταν λες και κοίταζε κάποιον λούστρο. Όταν ο Λευκομανδίτης ξαναμίλησε, ακούστηκε καχύποπτος.
“Τι άνθρωποι είναι αυτοί, που θέλουν να φύγουν από τα τείχη της πόλης νυχτιάτικα σε τέτοιους καιρούς; Τώρα που οι λύκοι λυμαίνονται το σκοτάδι και το πλάσμα του Σκοτεινού θεάθηκε να πετά πάνω από την πόλη;” Κοίταξε την πλεκτή δερμάτινη λωρίδα που περνούσε από το μέτωπο του Λαν και συγκρατούσε τα μακριά μαλλιά του. “Είσαι βόρειος, ε;”
Ο Ραντ καμπούριασε στη σέλα του. Ένα Ντραγκχάρ. Σίγουρα αυτό ήταν, εκτός αν ο άνθρωπος που μιλούσε ονόμαζε πλάσμα του Σκοτεινού ό,τι δεν καταλάβαινε. Αφού είχε εμφανιστεί Ξέθωρος στο Ελάφι και το Λιοντάρι, ο Ραντ έπρεπε να περιμένει ότι θα υπήρχε και Ντραγκχάρ, αλλά τώρα ο νους του σκεφτόταν άλλα. Του φαινόταν ότι γνώριζε τη φωνή του Λευκομανδίτη.
“Ταξιδιώτες”, απάντησε ο Λαν γαλήνια. “Που δεν ενδιαφέρουν ούτε εσένα, ούτε τους δικούς σου”.
“Όλοι ενδιαφέρουν τα Τέκνα του Φωτός”.
Ο Λαν κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. “Στ’ αλήθεια, θες να μπλέξεις χειρότερα με τον Κυβερνήτη; Περιόρισε τον αριθμό των δικών σου στην πόλη, έβαλε ακόμα και να σε παρακολουθήσουν. Τι θα κάνει όταν ανακαλύψει ότι παρενοχλείς έντιμους πολίτες στις πύλες;” Στράφηκε στους βιγλάτορες. “Γιατί σταματήσατε;” Εκείνοι δίστασαν, ξανάπιασαν την καστάνια, δίστασαν πάλι, όταν μίλησε ο Λευκομανδίτης.
“Ο Κυβερνήτης δεν ξέρει τι γίνεται κάτω από τη μύτη του. Υπάρχει κακό, που ούτε το βλέπει, ούτε το μυρίζει. Αλλά τα Τέκνα του Φωτός βλέπουν”. Οι βιγλάτορες κοιτάχτηκαν ανοιγόκλεισαν τα χέρια, σαν να μετάνιωναν που είχαν αφήσει τα δόρατα στο κτίριο. “Τα Τέκνα του Φωτός μυρίζουν το κακό”. Τα μάτια του Λευκομανδίτη στράφηκαν στους ανθρώπους στα άλογα. “Το μυριζόμαστε και το ξεριζώνουμε. Όπου το βρούμε”.
Ο Ραντ προσπάθησε να γίνει ακόμα πιο μικρός, αλλά η κίνηση τράβηξε την προσοχή του άλλου.
“Τι έχουμε εδώ; Κάποιον που δεν θέλει να φανεί; Τι θα — Α!” Ο άνδρας τράβηξε πίσω την κουκούλα του λευκού μανδύα του και ο Ραντ κοίταξε το πρόσωπο που ήξερε ότι ήταν εκεί. Ο Μπόρνχαλντ ένευσε με ολοφάνερη ικανοποίηση. “Προφανώς, Βιγλάτορα, σε έσωσα από μεγάλη καταστροφή. Αυτοί, τους οποίους θα βοηθούσες να το σκάσουν από το Φως, είναι Σκοτεινόφιλοι. Κάποιος πρέπει να σε αναφέρει στον Κυβερνήτη σου για να τιμωρηθείς, ή, ίσως, πρέπει να παραδοθείς στους Εξεταστές, για να ανακαλύψουν τι πραγματικά σκόπευες να κάνεις απόψε”. Κοντοστάθηκε, βλέποντας το φόβο του Βιγλάτορα· δεν φαινόταν να τον επηρεάζει. “Δεν θα το επιθυμούσες, ε; Αντίθετα, θα πάρω αυτά τα καθάρματα στο στρατόπεδό μας, ώστε να τους ανακρίνουμε στο Φως — αντί για σένα, ε;”