“Θα με πας στο στρατόπεδό σου, Λευκομανδίτη;” Η φωνή της Μουαραίν ακούστηκε ξαφνικά από όλες τις κατευθύνσεις. Είχε χωθεί στη νύχτα όταν πλησίαζαν τα Τέκνα και την τύλιγαν σκιές. “Θα με ανακρίνεις;” Το σκοτάδι παιχνίδιζε πάνω της, καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά· την έκανε να φαίνεται ψηλότερη. “Θα μου κλείσεις το δρόμο;”
Άλλο ένα βήμα και ο Ραντ έβγαλε μια κοφτή ανάσα. Ήταν πράγματι ψηλότερη, το κεφάλι της στο ίδιο ύψος με το δικό του, αν και ο ίδιος καθόταν στην πλάτη του γκρίζου αλόγου. Οι σκιές κρέμονταν από το πρόσωπό της, σαν σύννεφα καταιγίδας.
“Άες Σεντάι!”, φώναξε ο Μπόρνχαλντ και πέντε σπαθιά βγήκαν αστράφτοντας από τις θήκες τους. “Πέθανε!” Οι άλλοι τέσσερις δίστασαν, αλλά εκείνος έκανε να την κόψει με την ίδια κίνηση που ξεθηκάρωνε το σπαθί.
Ο Ραντ φώναξε, καθώς η Μουαραίν σήκωνε το ραβδί της για να σταματήσει τη λεπίδα. Το ξύλο με τα λεπτεπίλεπτα σκαλίσματα δεν είχε καμία πιθανότητα να σταματήσει τη δυνατή κίνηση του ατσαλιού. Το σπαθί αντάμωσε το ραβδί και σπίθες πετάχτηκαν σαν σιντριβάνι μ’ ένα οξύ μουγκρητό, που έριξε τον Μπόρνχαλντ πίσω στους συντρόφους του. Και οι πέντε έπεσαν φύρδην-μίγδην. Πλοκάμια καπνού υψωνόταν από το σπαθί του Μπόρνχαλντ, που ήταν στο έδαφος δίπλα του, με τη λεπίδα στραβωμένη σε ορθή γωνία στο σημείο που είχε σχεδόν λιώσει, έτοιμο να κοπεί στα δύο.
“Τολμάς να μου επιτίθεσαι!” Η φωνή της Μουαραίν βρυχήθηκε σαν ανεμοστρόβιλος. Σκιές στροβιλίστηκαν γύρω της, την έντυσαν σαν μανδύας με κουκούλα· ήταν ψηλή, όσο το τείχος της πόλης. Έριχνε το άγριο βλέμμα της χαμηλά, σαν γίγαντας που κοιτάζει έντομα.
“Φύγετε!” φώναξε ο Λαν. Με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε τα χαλινάρια της φοράδας της Μουαραίν και πήδηξε στη σέλα του αλόγου του. “Τώρα!” πρόσταξε. Οι ώμοι του χάιδεψαν και τα δύο φύλλα της πύλης, καθώς ο επιβήτοράς του περνούσε από το στενό άνοιγμα, σαν πέτρα που την είχε πετάξει κάποιος.
Για μια στιγμή ο Ραντ έμεινε μαρμαρωμένος, κοιτάζοντας. Τώρα το κεφάλι της Μουαραίν έστεκε πάνω από το τείχος. Τόσο οι βιγλάτορες, όσο και τα Τέκνα είχαν ζαρώσει μπροστά της, κουλουριασμένοι, με τις πλάτες ν’ ακουμπούν την πρόσοψη του φυλακίου. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι ήταν χαμένο στη νύχτα, αλλά τα μάτια της, μεγάλα σαν πανσέληνοι, φάνηκαν να λάμπουν με ανυπομονησία και θυμό όταν τον κοίταξαν. Ξεροκατάπιε, κλώτσησε τον Κλάουντ στα πλευρά και κάλπασε πίσω από τους άλλους.
Πενήντα βήματα μετά το τείχος, ο Λαν σταμάτησε και ο Ραντ κοίταξε πίσω. Η σκιώδης μορφή της Μουαραίν ορθωνόταν ψηλά πάνω από τα ξύλινα τείχη, με το κεφάλι και τους ώμους να έχουν σκοτεινή απόχρωση, βαθύτερη από τον ουρανό της νύχτας, περικυκλωμένη από την ασημένια άλω του κρυμμένου φεγγαριού. Όπως την κοίταζε χάσκοντας, η Άες Σεντάι δρασκέλισε το τείχος. Οι πύλες άρχισαν να κλείνουν βιαστικά. Μόλις τα πόδια της βρέθηκαν έξω στο έδαφος, ξαφνικά φάνηκε να έχει το φυσιολογικό της ύψος.
“Μην κλείνετε τις πύλες!” φώναξε μια τρεμάμενη φωνή μέσα από το τείχος. Ο Ραντ πίστεψε πως ήταν ο Μπόρνχαλντ. “Πρέπει να τους καταδιώξουμε και να τους συλλάβουμε!” Αλλά οι βιγλάτορες δεν σταμάτησαν. Οι πύλες βρόντηξαν κι έκλεισαν και, μερικές στιγμές αργότερα, η αμπάρα έπεσε με κρότο, ασφαλίζοντάς τις. Ίσως κάποιοι από τους Λευκομανδίτες δεν είναι πρόθυμοι, όσο ο Μπόρνχαλντ, να τα βάλουν με μια Άες Σεντάι.
Η Μουαραίν έτρεξε στην Αλντίμπ, χάιδεψε τη μύτη της λευκής φοράδας και μετά έχωσε το ραβδί της κάτω από την ίγγλα. Ο Ραντ, αυτή τη φορά, δεν χρειάστηκε να κοιτάξει για να σιγουρευτεί ότι το ραβδί δεν είχε ούτε γρατζουνιά.
“Ήσουν ψηλότερη από γίγαντα”, είπε η Εγκουέν με κομμένη την ανάσα. Κανένας άλλος δεν μίλησε, αν και ο Ματ και ο Πέριν τράβηξαν τα άλογά τους μακριά από την Άες Σεντάι.
“Ναι, ε;” είπε αφηρημένα η Μουαραίν, καθώς ανέβαινε στη σέλα.
“Σε είδα”, διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.
“Τη νύχτα το μυαλό θολώνει· το μάτι βλέπει αυτό που δεν υπάρχει”.
“Δεν είναι ώρα για παιχνίδια”, έκανε θυμωμένα η Νυνάβε, αλλά η Μουαραίν τη διέκοψε.
“Πράγματι, δεν είναι ώρα για παιχνίδια. Ό,τι κερδίσαμε στο Ελάφι και το Λιοντάρι ίσως το χάσαμε εδώ”. Κοίταξε την πύλη πίσω της και κούνησε το κεφάλι. “Μακάρι να πίστευα ότι το Ντραγκχάρ είναι στο έδαφος”. Ξεφύσηξε και πρόσθεσε ειρωνικά, “Μακάρι οι Μυρντράαλ να ήταν στ’ αλήθεια τυφλοί. Αν είναι να κάνω ευχές, ας ευχηθώ γι’ αυτό που είναι πραγματικά αδύνατο. Δεν έχει σημασία. Ξέρουν το δρόμο που πρέπει να πάρουμε, αλλά με λίγη τύχη θα είμαστε συνεχώς ένα βήμα μπροστά τους. Λαν!”