Выбрать главу

Ο Πρόμαχος πήρε το Δρόμο του Κάεμλυν με κατεύθυνση ανατολική και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν από κοντά, με τις οπλές να χτυπούν ρυθμικά το σκληρό, πατημένο χώμα.

Προχωρούσαν με άνετο ρυθμό, με ένα γρήγορο βηματισμό, τον οποίο τα άλογα μπορούσαν να κρατήσουν πολλές ώρες χωρίς τη βοήθεια της Άες Σεντάι. Πριν κλείσουν μια ώρα στο δρόμο, ο Ματ κραύγασε κι έδειξε το μέρος απ’ όπου είχαν έρθει.

“Κοιτάξτε εκεί!”

Τράβηξαν τα χαλινάρια και στάθηκαν κοιτάζοντας.

Φλόγες φώτιζαν τη νύχτα πάνω από το Μπάερλον, σαν να είχε ανάψει κάποιος πελώρια πυρά, που έβαφε τα σύννεφα κόκκινα από κάτω. Ο άνεμος τίναζε με μανία σπίθες στον ουρανό.

“Τον προειδοποίησα”, είπε η Μουαραίν, “αλλά δεν ήθελε να το πάρει στα σοβαρά”. Η Αλντίμπ έκανε μερικά χορευτικά βήματα προς το πλάι, σαν ηχώ της απογοήτευσης της Άες Σεντάι. “Δεν ήθελε να το πάρει στα σοβαρά”.

“Το πανδοχείο;” είπε ο Πέριν. “Αυτό είναι το Ελάφι και το Λιοντάρι; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;”

“Τι περιθώριο υπάρχει για συμπτώσεις;” ρώτησε ο Θομ. “Θα μπορούσε να είναι το σπίτι του Κυβερνήτη, αλλά δεν είναι. Και δεν είναι αποθήκη, ούτε η κουζίνα κάποιου, ούτε ο αχυρώνας της γιαγιάς σου”.

“Ίσως το Φως να λάμπει λίγο πάνω μας απόψε”, είπε ο Λαν, και η Εγκουέν τον κοίταξε άγρια.

“Πώς τολμάς να λες τέτοια πράγματα; Το πανδοχείο του καημένου του αφέντη Φιτς καίγεται! Μπορεί να χτυπήσει κόσμος, ή να καεί!”

“Αν επιτέθηκαν στο πανδοχείο”, είπε η Μουαραίν, “ίσως η έξοδός μας από την πόλη και η... επίδειξη μου να πέρασαν απαρατηρητές”.

“Εκτός αν αυτό θέλει να νομίζουμε ο Μυρντράαλ”, πρόσθεσε ο Λαν.

Η Μουαραίν ένευσε στο σκοτάδι. “Ίσως. Όπως και να ’χει, πρέπει να προχωρήσουμε. Απόψε δεν έχει ξεκούραση, για κανέναν μας”.

“Το λες τόσο ανέμελα, Μουαραίν”, αναφώνησε η Νυνάβε. “Και οι άνθρωποι στο πανδοχείο; Κάποιοι θα χτύπησαν και ο πανδοχέας έχασε το βιός του, εξαιτίας σου! Αες για το Φως και από την άλλη είσαι έτοιμη να φύγεις χωρίς λίγη έγνοια γι’ αυτόν. Αυτό που έπαθε οφείλεται σε σένα!”

“Οφείλεται σ’ αυτούς τους τρεις”, είπε θυμωμένος ο Λαν. “Η πυρκαγιά, οι τραυματισμένοι, η φυγή — όλα οφείλονται σ’ αυτούς τούς τρεις. Το γεγονός ότι το τίμημα πρέπει να πληρωθεί είναι απόδειξη ότι αξίζει να πληρωθεί. Ο Σκοτεινός θέλει τα μικρά σου και, αν θέλει κάτι τόσο πολύ, πρέπει να του το πάρουμε. Ή θα προτιμούσες να τους αφήσεις στους Ξέθωρους;”

“Ηρέμησε, Λαν”, είπε η Μουαραίν. “Ηρέμησε. Σοφία, νομίζεις όμ μπορώ να βοηθήσω τον αφέντη Φιτς και τους ανθρώπους στο πανδοχείο; Ε, λοιπόν, έχεις δίκιο”. Η Νυνάβε έκανε να πει κάτι, αλλά η Μουαραίν την έκοψε με μια κίνηση του χεριού και συνέχισε. ’’ Μπορώ να γυρίσω μόνη μου και να προσφέρω λίγη βοήθεια. Όχι πολλή, φυσικά. Αυτό θα τραβούσε την προσοχή σ’ αυτούς που θα βοηθούσα, προσοχή για την οποία δεν θα με ευχαριστούσαν, ειδικά τώρα που τα Τέκνα του Φωτός είναι στην πόλη. Κι έτσι θα έμενε μόνο ο Λαν για να προστατεύσει εσάς. Είναι πολύ καλός, αλλά δεν μπορεί μόνος του, αν σας βρουν ένα Μυρντράαλ και μια γροθιά Τρόλοκ. Φυσικά θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε όλοι, αν και αμφιβάλλω αν μπορώ να μας ξαναβάλω όλους στο Μπάερλον απαρατήρητους. Κι αυτό θα σας άφηνε εκτεθειμένους σ’ αυτόν που έβαλε τη φωτιά, για να μην αναφέρω και τους Λευκομανδίτες. Στη θέση μου ποια εναλλακτική λύση θα διάλεγες, Σοφία;”

“Κάτι θα έκανα”, μουρμούρισε απρόθυμα η Νυνάβε.

“Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα χάριζες στον Σκοτεινό τη νίκη”, απάντησε η Μουαραίν. “Μην ξεχνάς τι —ποιους- θέλει. Είμαστε σε πόλεμο, ακριβώς όπως όλοι στη Γκεάλνταν, αν και εκεί μάχονται χιλιάδες κι εδώ μονάχα οι οκτώ μας. Θα φροντίσω να σταλεί χρυσάφι στον αφέντη Φιτς, αρκετό για να ξαναχτίσει το Ελάφι και το Λιοντάρι, χρυσάφι που κανένας δεν θα μπορεί να βρει ότι προέρχεται από την Ταρ Βάλον. Και βοήθεια για όσους πληγώθηκαν. Οτιδήποτε παραπάνω θα τους βάλει σε κίνδυνο. Αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι καθόλου απλό. Λαν”. Ο Πρόμαχος έστριψε το άλογό του και συνέχισε την πορεία του.

Μερικές φορές ο Ραντ έριχνε μια ματιά πίσω. Στο τέλος, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν η ανταύγεια στα σύννεφα και ακόμα κι αυτή χάθηκε στο σκοτάδι. Ευχήθηκε να ήταν καλά η Μιν.

Όλα ήταν ακόμα μαύρα σαν κάρβουνο, όταν ο Πρόμαχος τελικά τους έβγαλε από το πατημένο χώμα του δρόμου και ξεπέζεψε. Ο Ραντ υπολόγισε πως έμεναν, το πολύ, μια-δυο ώρες ακόμα ως την αυγή. Πεδίκλωσαν τα άλογα, που ήταν ακόμα σελωμένα και στρατοπέδευσαν χωρίς να ανάψουν φωτιά.