“Μια ώρα”, τους προειδοποίησε ο Λαν, καθώς όλοι εκτός από τον ίδιο κουκουλώνονταν με τις κουβέρτες τους. Θα φυλούσε σκοπιά, ενώ οι άλλοι θα κοιμούνταν. “Μια ώρα και μετά πρέπει να φεύγουμε”. Τους τύλιξε η σιωπή.
Μετά από μερικά λεπτά ο Ματ μίλησε στον Ραντ, μ’ έναν ψίθυρο που σχεδόν δεν ακουγόταν. “Αναρωτιέμαι τι άραγε να έκανε ο Νταβ με κείνο τον ασβό” Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι σιωπηλά και ο Ματ δίστασε. Στο τέλος είπε, “Ξέρεις, Ραντ, νόμιζα ότι ήμασταν ασφαλείς. Από τότε που περάσαμε τον Τάρεν δεν είδαμε τίποτα και ύστερα μπήκαμε στην πόλη, με τείχη ολόγυρά μας. Νόμιζα ότι ήμασταν ασφαλείς. Και μετά ήρθε το όνειρο. Και ένας Ξέθωρος. Θα είμαστε ποτέ ξανά ασφαλείς;”
“Μονάχα αν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”, είπε ο Ραντ. “Αυτό είπε εκείνη”.
“Θα είμαστε ασφαλείς τότε;” ρώτησε με απαλή φωνή ο Πέριν και κοίταξαν και οι τρεις το σκοτεινό λοφάκι, που ήταν η ξαπλωμένη μορφή της Άες Σεντάι . Ο Λαν είχε γίνει ένα με το σκοτάδι· θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε.
Ο Ραντ ξαφνικά χασμουρήθηκε. Οι άλλοι ανασάλεψαν με τον ##. “Θα έλεγα ότι πρέπει να κοιμηθούμε”, είπε. “Δεν είναι λύση να μ##υμε ξύπνιοι”.
Ο Πέριν μίλησε χαμηλόφωνα. “Έπρεπε να κάνει κάτι”.
Κανένας δεν απάντησε.
Ο Ραντ ξάπλωσε στο πλάι για να αποφύγει μια ρίζα, δοκίμασε ##κιλα, έπειτα κύλησε ξανά για να αποφύγει μια πέτρα και άλλη ##. Δεν είχαν στρατοπεδεύσει σε καλό σημείο, δεν ήταν σαν τα μερη που είχε διαλέξει ο Πρόμαχος καθώς προχωρούσαν βόρεια του ##ν. Αποκοιμήθηκε, ενώ αναρωτιόταν αν οι ρίζες που τρυπούσαν ## πλευρά του θα τον έκαναν να ονειρευτεί και ξύπνησε, όταν ο Λαν ## άγγιξε στον ώμο, με τα πλευρά του να πονούν, νιώθοντας ##ωμοσύνη που δεν θυμόταν αν είχε δει όνειρα.
Ήταν ακόμα το σκοτάδι πριν το χάραμα, αλλά μόλις τύλιξαν τη κουβέρτες τους και τις έδεσαν πίσω στις σέλες, ο Λαν τους έβαλε ## να προχωρήσουν προς τα ανατολικά. Καθώς ο ήλιος σηκωνόταν ## συμανό ετοίμασαν, νυσταγμένοι ακόμα, το πρόγευμά τους, ψωμί ##ρί και νερό και έφαγαν καβάλα, κουκουλωμένοι στους μανδύες ## για να φυλαχτούν από τον άνεμο. Όλοι εκτός από τον Λαν, ##δή. Αυτός έφαγε, αλλά δεν ήταν νυσταγμένος και δεν ##ουλώθηκε. Είχε ξαναφορέσει το μανδύα του που άλλαζε χρώματα ## το ρούχο πετάριζε γύρω του, παιχνίδιζε, παίρνοντας γκρίζες και ##πνες αποχρώσεις και η μόνη σημασία που του έδινε ο Λαν, ήταν σου πρόσεχε να μην του κρύβει το χέρι με το οποίο έπιανε το σπαθί. Το πρόσωπό του παρέμενε απαθές, αλλά τα μάτια του έψαχναν ##ως, σαν να περίμενε ενέδρα ανά πάσα στιγμή.
18
Ο Δρόμος του Κάεμλυν
Ο Δρόμος του Κάεμλυν δεν διέφερε πολύ από το Βόρειο Δρόμο που περνούσε από τους Δύο Ποταμούς. Ήταν, φυσικά, πολύ πλατύτερος και παρουσίαζε τη φθορά της συχνότερης χρήσης, αλλά ήταν κι αυτός από πατημένο χώμα και είχε σειρές δέντρων δεξιά κι αριστερά, τα οποία θα ταίριαζαν μια χαρά στους Δύο Ποταμούς, μια και μόνο τα αειθαλή είχαν φύλλα.
Η γη όμως ήταν διαφορετική, διότι το μεσημέρι ο δρόμος χώθηκε ανάμεσα σε χαμηλούς λόφους. Επί δύο μέρες ο δρόμος περνούσε ανάμεσά τους — μερικές φορές ευθεία από μέσα τους, αν ήταν τόσο πλατιοί, που να κάνουν το λοξοδρόμισμα ασύμφορο και τόσο χαμηλοί, που το σκάψιμο να μην είναι τόσο δύσκολο. Καθώς η γωνία του ήλιου άλλαζε κάθε μέρα, ήταν φανερό ότι ο δρόμος μπορεί να έμοιαζε με ευθεία, αλλά σχημάτιζε μια μεγάλη καμπύλη προς τα νότια. Ο Ραντ συχνά κοίταζε ονειροπολώντας τον παλιό χάρτη του αφέντη αλ’Βερ —το ίδιο έκαναν τα μισά αγόρια του Πεδίου του Έμοντ— και, απ’ ό,τι θυμόταν τώρα, ο δρόμος έστριβε γύρω από ένα μέρος που λεγόταν Λόφοι του Άμπσερ κι έφτανε στην Ασπρογέφυρα.
Μερικές φορές ο Λαν τους έβαζε να ξεπεζέψουν πάνω σε κάποιον λόφο, απ’ όπου είχε καλή θέα του δρόμου μπροστά και πίσω και, επίσης, της γύρω περιοχής. Ο Πρόμαχος εξέταζε τη θέα, ενώ οι άλλοι ξεμούδιαζαν, ή κάθονταν κάτω από τα δέντρα και έτρωγαν.
“Κάποτε μου άρεσε το τυρί”, είπε η Εγκουέν την τρίτη μέρα μετά την αναχώρησή τους από το Μπάερλον. Καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου και έκανε μια γκριμάτσα μπροστά στο γεύμα, που ήταν ξανά το ίδιο με το πρωινό που είχαν φάει και το δείπνο που θα έτρωγαν. “Ούτε μια στάλα τσάι. Λίγο ωραίο ζεστό τσαγάκι”. Έσφιξε το μανδύα της και γύρισε λίγο από την άλλη μεριά του δέντρου, προσπαθώντας μάταια να αποφύγει τον άνεμο που στροβιλιζόταν.
“Το τσάι φλάτγουορτ και η ρίζα αντιλάυ”, έλεγε η Νυνάβε στη Μουαραίν, “είναι ό,τι καλύτερο για την κόπωση. Καθαρίζουν το νου και καταπραΰνουν το κάψιμο των κουρασμένων μυών”.
“Δεν αμφιβάλλω”, μουρμούρισε η Άες Σεντάι, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Νυνάβε.
Το σαγόνι της Νυνάβε σφίχτηκε, μα συνέχισε με τον ίδιο τόνο. “Τώρα, αν χρειαστεί να μην κοιμηθείς...”