Βγήκαν στην κορυφή ενός ακόμα λόφου.
Χαμηλά μπροστά τους, έχοντας μόλις αρχίσει να ανηφορίζουν, προέλαυναν Τρόλοκ, που κουβαλούσαν κοντάρια με μεγάλες θηλιές από σχοινί στις άκρες, ή με μακριούς γάντζους. Πολλοί Τρόλοκ. Η σειρά εκτεινόταν μακριά, προς κάθε πλευρά και οι άκρες της δεν φαινόταν, αλλά στο κέντρο της, ακριβώς μπροστά στον Λαν, βρισκόταν πάνω σε άλογο ένας Ξέθωρος.
Ο Μυρντράαλ φάνηκε να κοντοστέκεται, όταν οι άνθρωποι φάνηκαν στην κορυφή του λόφου, αμέσως όμως έβγαλε ένα σπαθί με μαύρη λεπίδα, την οποία ο Ραντ θυμόταν με αίσθηση ναυτίας και την ανέμισε πάνω από το κεφάλι του. Η γραμμή των Τρόλοκ προχώρησε μπροστά με βαριά βήματα.
Πριν ακόμα κινηθεί ο Μυρντράαλ, ο Λαν είχε το σπαθί στο χέρι. “Μείνετε μαζί μου!” φώναξε και ο Μαντάρμπ κατηφόρισε ορμητικά τη λοφοπλαγιά προς τους Τρόλοκ. “Για τους Επτά Πύργους!” φώναξε.
Ο Ραντ ξεροκατάπιε και κλώτσησε το γκρίζο άλογά του για να προχωρήσει· η ομάδα ολόκληρη χύθηκε πίσω από τον Πρόμαχο. Ξαφνιάστηκε, όταν κατάλαβε ότι κρατούσε το σπαθί του Ταμ. Παρασυρμένος από την ιαχή του Λαν, βρήκε τη δική του. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”
Τη συνέχισε ο Πέριν. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”
Αλλά ο Ματ φώναξε, “Καράι αν Καλντάζαρ! Καράι αν Ελισάντε! Αλ Ελισάντε!”
Το κεφάλι του Ξέθωρου στράφηκε από τους Τρόλοκ στους καβαλάρηδες που εφορμούσαν πάνω του. Το μαύρο σπαθί πάγωσε πάνω από το κεφάλι του και το άνοιγμα της κουκούλας του έστριψε, ψάχνοντας μεταξύ των αναβατών που ερχόταν.
Έπειτα ο Λαν βρέθηκε πάνω στον Μυρντράαλ, ενώ οι άνθρωποι έπεφταν στη γραμμή των Τρόλοκ. Η λεπίδα του Πρόμαχου αντάμωσε μαύρο ατσάλι από τα καμίνια του Θακαν’ντάρ, με κλαγγή μεγάλης καμπάνας· το κουδούνισμα αντήχησε στο λάκκωμα και μια λάμψη γαλάζιου φωτός γέμισε τον αέρα σαν πλατιά, φαρδιά αστραπή.
Όντα, σχεδόν ανθρώπινα, με μουσούδες ζώων κύκλωσαν καθέναν από τους ανθρώπους, τινάζοντας τα κοντάρια με τις θηλιές και τους γάντζους. Απέφυγαν μονάχα τον Λαν και τον Μυρντράαλ· αυτοί οι δύο μάχονταν, θαρρείς μέσα σε άδειο κύκλο, με τα μαύρα άλογα να πάνε βήμα βήμα και τα σπαθιά να απαντούν με χτύπημα στο κάθε χτύπημα. Ο αέρας άστραφτε και κροτάλιζε.
Ο Κλάουντ στριφογύρισε τα μάτια και ούρλιαξε, σηκώθηκε ψηλά και τίναξε τις οπλές του στα πρόσωπα με τα κοφτερά δόντια που τον περικύκλωναν γρυλίζοντας. Βαριά σώματα στριμώχνονταν ώμο με ώμο γύρω του. Ο Ραντ έχωσε άσπλαχνα τις φτέρνες του στα πλευρά του Κλάουντ και ανάγκασε το γκρίζο άλογο να προχωρήσει· κουνούσε το σπαθί του δίχως να δείχνει τη δεξιοτεχνία που είχε προσπαθήσει να του μάθει ο Λαν, χτυπώντας σαν να έκοβε ξύλα. Εγκουέν! Έψαξε να τη βρει απελπισμένος, κλώτσησε το γκρίζο άλογο να πάει μπροστά, ανοίγοντας μονοπάτι ανάμεσα στα τριχωτά σώματα, σαν να έσχιζε θάμνους.
Η λευκή φοράδα της Μουαραίν χιμούσε κι έστριβε με το παραμικρό τράβηγμα των χαλιναριών στα χέρια της Άες Σεντάι. Το πρόσωπό της Μουαραίν ήταν σκληρό σαν. του Λαν, καθώς κουνούσε το ραβδί της σαν μαστίγιο. Φλόγες τύλιγαν τους Τρόλοκ, έπειτα έσκαγαν με ένα βρυχηθμό, που άφηνε κακόσχημες φιγούρες ασάλευτες στο χώμα. Η Νυνάβε και η Εγκουέν κάλπαζαν κοντά στην Άες Σεντάι με ασυγκράτητη ορμή, γυμνώνοντας τα δόντια λυσσασμένα, σχεδόν σαν τους Τρόλοκ, κρατώντας έτοιμα τα μαχαίρια τους. Εκείνες οι κοντές λεπίδες θα ήταν άχρηστες μπροστά στον Τρόλοκ που θα πλησίαζε. Ο Ραντ προσπάθησε να στρίψει τον Κλάουντ προς το μέρος τους, αλλά το γκρίζο άλογο είχε το χαλινό στα δόντια του. Ο Κλάουντ προχωρούσε με κόπο μπροστά, ουρλιάζοντας και κλωτσώντας, όσο δυνατά κι αν τραβούσε ο Ραντ τα γκέμια.
Γύρω από τις τρεις γυναίκες άνοιγε ένα κενό, καθώς οι Τρόλοκ προσπαθούσαν να γλιτώσουν από το ραβδί της Μουαραίν, αλλά, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να την αποφύγουν, αυτή τους κυνηγούσε. Φωτιές ξεπηδούσαν και οι Τρόλοκ ούρλιαζαν με λύσσα και οργή. Πάνω από τους βρυχηθμούς και τα μουγκρητά αντηχούσε η κλαγγή του σπαθιού του Πρόμαχου πάνω στο σπαθί του Μυρντράαλ· ο αέρας άστραψε γαλάζιος ολόγυρά τους, και ξανάστραψε. Και άστραψε ξανά.
Μια θηλιά στην άκρη ενός κονταριού πετάχτηκε προς το κεφάλι του Ραντ. Με μια αδέξια κίνηση έκοψε το κοντάρι στα δύο, έπειτα χτύπησε τον τραγοπρόσωπο Τρόλοκ που το κρατούσε. Ένας γάντζος έπιασε τον ώμο του και μπλέχτηκε στο μανδύα του, τραβώντας τον απότομα προς τα πίσω. Με αγωνία, χάνοντας σχεδόν το σπαθί του, ο Ραντ άρπαξε το μπροστάρι της σέλας για να κρατηθεί στη θέση του. Ο Κλάουντ τινάχτηκε ουρλιάζοντας. Ο Ραντ κρατήθηκε με απελπισία από τη σέλα και τα χαλινάρια· ένιωθε το σώμα του να γλιστρά, πόντο-πόντο, καθώς ο γάντζος τον τραβούσε. Ο Κλάουντ έστριψε από την άλλη μεριά· ο Ραντ, για μια στιγμή, είδε τον Πέριν, μισοτραβηγμένο από τη σέλα, να προσπαθεί να αρπάξει το τσεκούρι του από τα χέρια τριών Τρόλοκ. Τον κρατούσαν από το χέρι και από τα δύο πόδια. Ο Κλάουντ χαμήλωσε και τα μάτια του Ραντ γέμισαν Τρόλοκ.