Ένας Τρόλοκ όρμηξε και άρπαξε το πόδι του Ραντ, βγάζοντάς το από τον αναβολέα. Ο Ραντ, λαχανιασμένος, άφησε τη σέλα για να τον καρφώσει με το σπαθί. Αμέσως ο γάντζος τον τράβηξε από τη σέλα, έτσι που καθόταν λίγο πιο μπροστά από την ουρά του Κλάουντ· το μόνο που τον εμπόδιζε να πέσει στο χώμα ήταν το χέρι του που έσφιγγε απελπισμένα τα χαλινάρια. Ο Κλάουντ ορθώθηκε και τσίριξε. Την ίδια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε ότι τίποτα πια δεν τον τραβούσε. Ο Τρόλοκ στο πόδι του σήκωσε τα χέρια και ούρλιαξε. Όλοι οι Τρόλοκ ούρλιαξαν κι ακούστηκε ένα αλύχτημα, σαν να είχαν τρελαθεί όλα τα σκυλιά του κόσμου μαζί.
Γύρω από τους ανθρώπους, οι Τρόλοκ έπεφταν σφαδάζοντας στο χώμα, ξερίζωναν τα μαλλιά τους, έσχιζαν τα ίδια τα πρόσωπά τους. Όλοι οι Τρόλοκ. Δάγκωναν το έδαφος, ανοιγόκλειναν τα σαγόνια στον αέρα, ούρλιαζαν, ούρλιαζαν, ούρλιαζαν.
Έπειτα, ο Ραντ είδε τον Μυρντράαλ. Ήταν ακόμα όρθιος στη σέλα του αλόγου του, που χοροπηδούσε σαν τρελό, έσειε ακόμη το μαύρο σπαθί του και δεν είχε κεφάλι.
“Δεν θα πεθάνει, παρά μόνο με τον ερχομό της νύχτας”. Για να ακουστεί μέσα στις ασταμάτητες κραυγές, ο Θομ αναγκάστηκε να φωνάξει δυνατά, σταματώντας για να πάρει βαθιές ανάσες. “Και τότε όχι τελείως. Τουλάχιστον έτσι άκουσα”.
“Προχωρήστε!” φώναξε θυμωμένα ο Λαν. Ο Πρόμαχος είχε ήδη μαζέψει τη Μουαραίν και τις άλλες δύο γυναίκες και είχαν φτάσει ήδη στα μισά της επόμενη λοφοπλαγιάς. “Δεν ήταν μόνο αυτοί!” Και πράγματι, τα κέρατα ήχησαν ξανά, πάνω από τις υλακές των Τρόλοκ στο έδαφος, από τα ανατολικά και τα δυτικά και τα νότια.
Ως εκ θαύματος, ο μόνος που είχαν καταφέρει οι Τρόλοκ να ρίξουν από το άλογο ήταν ο Ματ. Ο Ραντ τον πλησίασε, αλλά ο Ματ πέταξε από πάνω του μια θηλιά ανατριχιάζοντας, σήκωσε το τόξο του από χάμω και ανέβηκε στη σέλα δίχως βοήθεια, αν κι έτριβε το λαιμό του.
Τα κέρατα γάβγισαν, σαν λαγωνικά που είχαν οσμιστεί ελάφι. Λαγωνικά που πλησίαζαν. Παρ’ όλο που, προηγουμένως, ο Λαν τους οδηγούσε με μεγάλη φούρια, τώρα τους έβαλε να καλπάσουν ακόμα πιο γρήγορα και τα άλογα ανηφόριζαν τις πλαγιές με κόπο, πιο γρήγορα απ’ όσο τις κατηφόριζαν πριν και, σχεδόν, έκαναν άλματα ως την πλαγιά του επόμενου λόφου. Αλλά τα κέρατα πλησίαζαν συνεχώς, ώσπου οι άναρθροι ήχοι των διωκτών τους ακούγονταν, κάθε φορά που έπαυαν τα κέρατα και, τελικά, οι άνθρωποι έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου, την ίδια στιγμή που οι Τρόλοκ εμφανίστηκαν στον προηγούμενο. Ο λόφος μαύρισε από Τρόλοκ, που ούρλιαζαν με παραμορφωμένες μουσούδες σαν πρόσωπα, με τρεις Μυρντράαλ να κυριαρχούν απειλητικά. Μόνο εκατό απλωσιές χώριζαν τις δύο ομάδες.
Η καρδιά του Ραντ μαράθηκε σαν πολυκαιρισμένο σταφύλι. Τρεις!
Τα μαύρα σπαθιά των Μυρντράαλ πετάχτηκαν σαν ένα· όμοιοι με κύμα οι Τρόλοκ κατηφόρισαν την πλαγιά, υψώνοντας βαριές, θριαμβικές κραυγές, με τα κοντάρια να ανεβοκατεβαίνουν καθώς έτρεχαν.
Η Μουαραίν κατέβηκε από τη ράχη της Αλντίμπ. Ατάραχη, έβγαλε κάτι από το σακίδιό της, το ξετύλιξε. Ο Ραντ είδε για στιγμή σκούρο φίλντισι. Το ανγκριάλ. Με το ανγκριάλ στο ένα χέρι και το ραβδί στο άλλο, η Άες Σεντάι πάτησε σταθερά στα πόδια της, αντιμέτωπη με τους ορμητικούς Τρόλοκ και τα μαύρα σπαθιά των Ξέθωρων, σήκωσε το ραβδί ψηλά και κάρφωσε τη γη.
Το έδαφος αντήχησε, σαν κατσαρόλα χτυπημένη με ξύλινο σφυρί. Η υπόκωφη κλαγγή εξασθένισε, χάθηκε. Για μια στιγμή, έπεσε σιωπή. Όλα έμειναν σιωπηλά. Ο άνεμος έπαψε. Οι κραυγές των Τρόλοκ έσβησαν ακόμα και η εφόρμηση τους έχασε δύναμη και τελικά σταμάτησε. Για χρονικό διάστημα όσο ένα καρδιοχτύπι, όλα στάθηκαν, περιμένοντας. Το μουντό κουδούνισμα σιγά-σιγά επέστρεψε, έγινε χαμηλό μουγκρητό, δυνάμωσε και η γη βόγκηξε.
Το έδαφος τρεμούλιασε κάτω από τις οπλές του Κλάουντ. Αυτό ήταν έργο της Άες Σεντάι, όπως γινόταν στις ιστορίες. Μακάρι να ήμουν κάπου μακριά, ευχήθηκε ο Ραντ. Το τρέμουλο έγινε τράνταγμα, που έσεισε τα γύρω δέντρα. Το γκρίζο άλογο παραπάτησε και κόντεψε να πέσει. Παραπάτησαν ακόμα και ο Μαντάρμπ και η Αλντίμπ, που δεν είχε καβαλάρη, κι εκείνοι που ίππευαν τα άλογά τους αναγκάστηκαν να πιαστούν από γκέμια και χαίτες, απ’ ό,τι έβρισκαν, για να μείνουν στη σέλα.
Η Άες Σεντάι ακόμα στεκόταν όπως και στην αρχή, κρατώντας το ανγκριάλ και το ραβδί της, που ήταν όρθιο, χωμένο στην κορυφή του λόφου και ούτε αυτή ούτε το ραβδί σάλεψαν έστω και έναν πόντο, παρά τους κλυδωνισμούς και τα τραντάγματα του εδάφους γύρω της. Τότε το έδαφος κυμάτισε, αρχίζοντας μπροστά από το ραβδί της, τρέχοντας προς τους Τρόλοκ, σαν κυματάκια σε λιμνούλα, κυματάκια που δυνάμωναν καθώς έτρεχαν, που αναποδογύριζαν γέρικους θάμνους, τίναζαν πεσμένα φύλλα στον αέρα, μεγάλωναν, μεταμορφώνονταν πια σε κύματα γης, που κυλούσαν προς τους Τρόλοκ. Τα δέντρα στο λάκκωμα τινάχτηκαν, σαν βίτσες σε αγορίστικα χέρια. Στην άλλη πλαγιά οι Τρόλοκ σωριάζονταν ομαδικά και τους αναποδογύριζε ασταμάτητα η μαινόμενη γη.