Выбрать главу

Όμως, σαν να μην σηκωνόταν ψηλά το χώμα γύρω τους, οι Μυρντράαλ προχώρησαν μπροστά, σε σειρά και τα άλογά τους, με το νεκρικό μαύρο χρώμα, δεν έχαναν ούτε βήμα, ανεβοκατεβάζοντας τις οπλές συντονισμένα. Οι Τρόλοκ κυλιόντουσαν στο έδαφος γύρω από τα μαύρα άτια, ούρλιαζαν και προσπαθούσαν να πιαστούν από κάπου στη λοφοπλαγιά που τους ανεβοκατέβαζε, αλλά οι Μυρντράαλ έρχονταν αργά.

Η Μουαραίν σήκωσε το ραβδί της και η γη γαλήνεψε, αλλά η δουλειά της Άες Σεντάι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Έδειξε το λάκκωμα ανάμεσα στους λόφους και φλόγες ξεπήδησαν από το χώμα, ένα σιντριβάνι δέκα μέτρα ψηλό. Άπλωσε τα χέρια με μια απότομη κίνηση και η φωτιά έτρεξε δεξιά κι αριστερά, ως εκεί που έφτανε το μάτι κι απλώθηκε, σχηματίζοντας ένα τείχος που χώριζε ανθρώπους από Τρόλοκ. Η ζέστη ανάγκασε τον Ραντ να σηκώσει τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, ακόμα κι εκεί, πάνω στην κορυφή του λόφου. Τα μαύρα άλογα των Μυρντράαλ, παρά τις αλλόκοτες δυνάμεις που διέθεταν, τσίριξαν μπροστά στη φωτιά, ορθώθηκαν και τα έβαλαν με τους αναβάτες τους, καθώς οι Μυρντράαλ τα έδερναν, προσπαθώντας να τα αναγκάσουν να διασχίσουν τις φλόγες.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, είπε αχνά ο Ματ. Ο Ραντ ένευσε ζαλισμένος.

Ξαφνικά η Μουαραίν λύγισε και θα έπεφτε, αν ο Λαν δεν χιμούσε από το άλογά του για να την πιάσει. “Προχωρήστε”, είπε ο Πρόμαχος στους υπόλοιπους. Η τραχύτητα της φωνής του ερχόταν σε αντίθεση με τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο ανέβαζε την Άες Σεντάι στη σέλα. “Η φωτιά δεν θα καίει για πάντα. Βιαστείτε! Και το λεπτό μετράει!”

Το πύρινο τείχος μούγκριζε και φαινόταν έτοιμο να κάψει τα πάντα, αλλά ο Ραντ δεν έφερε αντιρρήσεις. Πήραν βόρεια κατεύθυνση, καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να πάνε τα άλογά τους. Τα κέρατα στο βάθος στρίγκλισαν απογοητευμένα, σαν να ήξεραν ήδη τι είχε συμβεί και μετά σιώπησαν.

Ο Λαν και η Μουαραίν σύντομα πρόφτασαν τους άλλους, αν και ο Λαν οδηγούσε την Αλντίμπ από τα χαλινάρια, ενώ η Άες Σεντάι έγερνε και κρατούσε το μπροστάρι της σέλας και με τα δύο χέρια. “Σε λίγο θα είμαι καλά”, είπε, αντικρίζοντας τα ανήσυχα βλέμματά τους. Φαινόταν κουρασμένη αλλά σίγουρη και το βλέμμα της ήταν επιβλητικό, όπως πάντα. “Δεν είμαι στο φόρτε μου όταν δουλεύω με τη Γη και τη Φωτιά. Μικρολεπτομέρεια”.

Οι δυο οδήγησαν πάλι την ομάδα και συνέχισαν με σχετικά γοργό ρυθμό. Κατά τη γνώμη του Ραντ, η Μουαραίν, αν πήγαιναν λίγο πιο γρήγορα, θα έπεφτε από τη σέλα. Η Νυνάβε βγήκε και πήγε στο πλάι της Άες Σεντάι και άπλωσε το χέρι της να τη στηρίζει. Για λίγη ώρα, καθώς η ομάδα διέσχιζε τους λόφους, οι δύο γυναίκες ψιθύριζαν και μετά η Σοφία έψαξε στο μανδύα της και έδωσε στη Μουαραίν ένα πακετάκι. Η Μουαραίν το ξεδίπλωσε και κατάπιε το περιεχόμενό του. Η Νυνάβε είπε ακόμα κάτι και ύστερα έκοψε ταχύτητα και συνέχισε τη διαδρομή με τους υπόλοιπους, χωρίς να δίνει σημασία στα ερωτηματικά βλέμματά τους. Ο Ραντ σκέφτηκε πως η Νυνάβε, σε πείσμα των συνθηκών, είχε κάπως αυτάρεσκη έκφραση.

Δεν τον πολυένοιαζε τι σκάρωνε η Σοφία. Έτριβε συνεχώς τη λαβή του σπαθιού του και, όποτε αντιλαμβανόταν τι έκανε, χαμήλωνε τα μάτια και το κοίταζε με απορία. Έτσι είναι λοιπόν οι μάχες. Δεν θυμόταν πολλά πράγματα, τουλάχιστον όχι κάτι συγκεκριμένο. Όλα ήταν ένα πράγμα στο νου του, ένα ανακάτεμα από τριχωτά πρόσωπα και φόβο. Φόβο και ζέστη. Εκείνη την ώρα του φαινόταν ότι έκανε ζέστη σαν καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο παγωμένος αέρας προσπαθούσε να κάνει πάγο τις στάλες του ιδρώτα στο πρόσωπο και στο κορμί του.

Έριξε μια ματιά στους δύο φίλους του. Ο Ματ σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου του με την άκρη του μανδύα. Ο Πέριν, που κοίταζε κάτι στο βάθος χωρίς να του πολυαρέσει αυτό που έβλεπε, δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει τις στάλες που γυάλιζαν στο μέτωπό του.

Οι λόφοι μίκρυναν και η γη έγινε πιο ομαλή, όμως ο Λαν, αντί να προχωρήσει, σταμάτησε. Η Νυνάβε πήγε να πλησιάσει πάλι τη Μουαραίν, αλλά το βλέμμα του Πρόμαχου την εμπόδισε. Προχώρησε μπροστά, μαζί με την Άες Σεντάι και πλησίασαν τα κεφάλια και από τις κινήσεις της Μουαραίν ήταν φανερό ότι διαφωνούσαν. Η Νυνάβε και ο Θομ τους κοίταζαν —η Σοφία έσμιγε τα φρύδια ανήσυχα και ο Βάρδος μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του και γύριζε για να κοιτάξει το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει- αλλά οι υπόλοιποι απέφευγαν τελείως να τους δουν. Ποιος να ήξερε, άραγε, τι κατάληξη θα είχε ένας καυγάς μεταξύ μιας Άες Σεντάι και ενός Πρόμαχου;