Выбрать главу

Μετά από μερικά λεπτά η Εγκουέν μίλησε χαμηλόφωνα στον Ραντ, ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στους δύο, που ακόμα τσακώνονταν. “Αυτά που φώναζες στους Τρόλοκ”. Σταμάτησε, σαν να μην ήξερε πώς να συνεχίσει.

“Ναι, τι;” ρώτησε ο Ραντ. Ένιωσε κάποια συστολή —οι πολεμικές ιαχές ταίριαζαν στους Πρόμαχους· οι απλοί άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς δεν έκαναν τέτοια πράγματα, ό,τι κι αν έλεγε η Μουαραίν- αλλά αν τον κορόιδευε γι’ αυτό... “Ο Ματ πρέπει να ξανάπε δέκα φορές αυτή την ιστορία”.

“Και μάλιστα άσχημα”, είπε ο Θομ. Ο Ματ άφησε ένα γρύλισμα διαμαρτυρίας.

“Όπως και να την είπε όμως”, είπε ο Ραντ, “όλοι την ακούσαμε πολλές φορές. Εκτός αυτού, κάτι έπρεπε να φωνάξουμε. Θέλω να πω, έτσι κάνεις σε τέτοιες στιγμές. Άκουσες τον Λαν”.

“Κι έχουμε το δικαίωμα”, πρόσθεσε ο Πέριν σκεφτικά. “Η Μουαραίν λέει ότι καταγόμαστε από τους ανθρώπους της Μανέθερεν. Πολέμησαν εκείνοι τον Σκοτεινό, πολεμάμε κι εμείς τον Σκοτεινό. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα”.

Η Εγκουέν ξεφύσηξε, σαν να ήθελε να του δείξει τη γνώμη της. “Δεν μιλούσα γι’ αυτό. Τι... τι φώναζες, Ματ;”

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους αμήχανα. “Δεν θυμάμαι”. Έριξε ένα αμυντικό βλέμμα στους υπόλοιπους. “Αφού δεν θυμάμαι. Όλα είναι θολά. Δεν ξέρω τι ήταν, από πού ήρθε, τι σημαίνει”. Γέλασε ειρωνικά μ’ αυτά που έλεγε. “Δεν φαντάζομαι να σημαίνει κάτι”.

“Νομίζω... νομίζω πως κάτι σημαίνει”, είπε η Εγκουέν μιλώντας αργά. “Όταν φώναξες, μου φάνηκε —μόνο για ένα λεπτό- μου φάνηκε ότι σε καταλάβαινα. Τώρα όμως αυτό χάθηκε”. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. “Ίσως έχεις δίκιο. Παράξενο τι φαντάζεται κανείς τέτοιες στιγμές, ε;”

“Καράι αν Καλντάζαρ”, είπε η Μουαραίν. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. “Καράι αν Ελισάντε. Αλ Ελισάντε. Για την Τιμή του Κόκκινου Αετού. Για την τιμή του Ρόδου του Ήλιου. Το Ρόδο του Ήλιου. Η αρχαία πολεμική ιαχή της Μανέθερεν και η πολεμική ιαχή του τελευταίου βασιλιά της. Αποκαλούσαν την Έλντριν Ρόδο του Ήλιου”. Το χαμόγελο της Μουαραίν στρεφόταν στην Εγκουέν και τον Ματ, παρ’ όλο που το βλέμμα της ίσως είχε μείνει λιγάκι περισσότερο πάνω του. “Το αίμα της γενιάς του Άραντ δεν ξεθύμανε ακόμα στους Δύο Ποταμούς. Το αρχαίο αίμα τραγουδά ακόμα”.

Ο Ματ και η Εγκουέν κοιτάχτηκαν, ενώ όλοι οι άλλοι κοίταζαν τους δυο τους. Τα μάτια της Εγκουέν ήταν διάπλατα ανοιχτά και το στόμα της στράβωνε μ’ ένα χαμόγελο, που το δάγκωνε κάθε φορά που εμφανιζόταν, σαν να μην ήξερε πώς να δεχτεί όλα αυτά που άκουγε για το αρχαίο αίμα. Ο Ματ ήξερε, όπως έδειχνε η κατσουφιασμένη έκφραση του.

Ο Ραντ πίστεψε πως καταλάβαινε τι σκεφτόταν ο Ματ. Αυτό που σκεφτόταν και ο ίδιος. Αν ο Ματ ήταν απόγονος των αρχαίων βασιλιάδων της Μανέθερεν, ίσως, στην πραγματικότητα, οι Τρόλοκ να κυνηγούσαν αυτόν και όχι και τους τρεις. Η σκέψη τον έκανε να νιώσει ντροπή. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν και, όταν το βλέμμα του έπιασε την ένοχη γκριμάτσα του Πέριν, κατάλαβε ότι και ο Πέριν έκανε την ίδια σκέψη.

“Δεν μπορώ να πω ότι έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο”, είπε μετά από λίγο ο Θομ. Τίναξε το κεφάλι και μίλησε απότομα. “Αλλοτε ίσως να έπλαθα ιστορία ολόκληρη απ’ αυτό, αλλά αυτή τη στιγμή... Λες να κάτσουμε όλη μέρα εδώ, Άες Σεντάι;”

“Όχι”, απάντησε η Μουαραίν, σηκώνοντας τα γκέμια.

Ένα κέρας των Τρόλοκ ούρλιαξε στο νότο, σαν να υπογράμμιζε τη λέξη της. Του απάντησαν άλλα κέρατα, από τα ανατολικά και τα δυτικά. Τα άλογα κλαψούρισαν και σάλεψαν νευρικά.

“Πέρασαν τη φωτιά”, είπε ήρεμα ο Λαν. Στράφηκε στη Μουαραίν. “Δεν είσαι αρκετά δυνατή γι’ αυτό που σκοπεύεις να κάνεις, έτσι, χωρίς ξεκούραση. Και ούτε Μυρντράαλ ούτε Τρόλοκ μπαίνουν στο μέρος εκείνο”.

Η Μουαραίν σήκωσε το χέρι, σαν να ήθελε να τον διακόψει, έπειτα αναστέναξε και το άφησε να πέσει. “Πολύ καλά”, είπε εκνευρισμένη. “Μάλλον έχεις δίκιο, αλλά θα προτιμούσα να είχαμε άλλη επιλογή”. Τράβηξε το ραβδί της, που ήταν στερεωμένο στο λουρί της σέλας της. “Μαζευτείτε γύρω μου, όλοι σας. Όσο πιο κοντά μπορείτε. Πιο κοντά”.

Ο Ραντ ζόρισε τον Κλάουντ να πλησιάσει τη φοράδα της Άες Σεντάι. Με την προτροπή της Μουαραίν όλοι πλησίασαν ακόμα πιο κοντά, ώσπου, στο τέλος, όλα τα άλογα ήταν κολλητά και τα κεφάλια τους πρόβαλλαν πάνω από τους ώμους και τα καπούλια των διπλανών τους. Μόνο τότε έμεινε ικανοποιημένη η Άες Σεντάι. Μετά, χωρίς να μιλήσει, σηκώθηκε στους αναβολείς και κούνησε το ραβδί κυκλικά πάνω από τα κεφάλια τους, απλώνοντας το χέρι όσο μπορούσε, για να σιγουρευτεί ότι τους κάλυπτε όλους.