Выбрать главу

Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό κάθε φορά που το ραβδί περνούσε από πάνω του. Ένα γαργάλημα τον διέτρεχε με κάθε πέρασμα. Μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία του ραβδιού δίχως να το βλέπει, απλώς ακολουθώντας με το βλέμμα το τρέμουλο των άλλων, καθώς το ραβδί περνούσε από πάνω τους. Δεν ξαφνιάστηκε που ο Λαν ήταν ο μόνος ανεπηρέαστος.

Η Μουαραίν έδειξε απότομα με το ραβδί προς τα δυτικά. Πεσμένα φύλλα στροβιλίστηκαν στον αέρα και κλαριά τινάχτηκαν, σαν να έτρεχε ανεμοστρόβιλος στη γραμμή που έδειχνε η Άες Σεντάι. Όταν ο αόρατος ανεμοστρόβιλος χάθηκε, η Μουαραίν κάθισε στη σέλα αναστενάζοντας.

“Θα τους φανεί ότι οι οσμές και τα ίχνη μας ακολουθούν αυτή την κατεύθυνση”, είπε στους υπόλοιπους. “Οι Μυρντράαλ κάποια στιγμή θα το καταλάβουν, αλλά τότε πια...”

“Τότε πια θα έχουμε εξαφανιστεί”, είπε ο Λαν.

“Το ραβδί σου είναι πολύ δυνατό”, είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε ξεφύσηξε για απάντηση.

Η Μουαραίν πλατάγισε τη γλώσσα της. “Σου είπα, παιδί μου, τα πράγματα δεν έχουν δύναμη. Η Μία Δύναμη έρχεται από την Αληθινή Πηγή και μόνο το ζωντανό μυαλό μπορεί να τη χειριστεί. Τούτο δεν είναι καν ανγκριάλ, απλώς ένα βοήθημα για την αυτοσυγκέντρωση”. “Ξανάχωσε κουρασμένη το ραβδί κάτω από το λουρί της σέλας. “Λαν;”

“Ακολουθήστε με”, είπε ο Πρόμαχος, “και κάνετε σιωπή. Θα τα χαλάσουμε όλα, αν μας ακούσουν οι Τρόλοκ”.

Τους οδήγησε πάλι προς το βορρά, όχι με το ξέφρενο ρυθμό που είχαν προηγουμένως, αλλά με το γοργό βήμα που ταξίδευαν στον Δρόμο του Κάεμλυν. Το έδαφος έγινε ακόμα πιο επίπεδο, αν και το δάσος παρέμενε πυκνό.

Η διαδρομή τους δεν ήταν πια ευθεία, όπως πριν, γιατί ο Λαν είχε διαλέξει ένα δρόμο που ελισσόταν στο σκληρό έδαφος, ανάμεσα στις προεξοχές των βράχων και δεν τους άφηνε πια να διασχίζουν τους μπλεγμένους θάμνους, αλλά, αντίθετα, αφιέρωνε αρκετή ώρα για να περνούν από γύρω. Αρκετές φορές έμενε πίσω, μελετώντας με προσοχή τα ίχνη που άφηναν. Αν κάποιος τύχαινε να βήξει έστω, του απαντούσε μ’ ένα απότομο γρύλισμα.

Η Νυνάβε προχωρούσε δίπλα στην Άες Σεντάι και στο πρόσωπό της μάχονταν η έγνοια με την αντιπάθεια. Ο Ραντ σκεφτόταν πως υπήρχε, επίσης, κάτι παραπάνω, σχεδόν σαν να έβλεπε η Σοφία κάποιο στόχο που τον πλησίαζαν. Η Μουαραίν είχε καμπουριάσει τους ώμους, κρατούσε τα γκέμια και τη σέλα με τα δυο χέρια και κουνιόταν με κάθε βήμα που έκανε η Αλντίμπ. Ήταν φανερό πως το άπλωμα εκείνου του ψεύτικου μονοπατιού, αν και ίσως να φάνταζε ασήμαντο μετά το σεισμό και το τείχος της φωτιάς, την είχε εξαντλήσει και δεν διέθετε άλλη δύναμη για να τη σπαταλά.

Ο Ραντ σχεδόν ευχήθηκε να ξανάρχιζαν τα κέρατα. Τουλάχιστον ήταν ένας τρόπος για να καταλάβουν πόσο πίσω ήταν οι Τρόλοκ. Και οι Ξέθωροι.

Συνεχώς κοίταζε πίσω κι έτσι δεν ήταν ο πρώτος που είδε τι υπήρχε μπροστά τους. Όταν το είδε, το κοίταξε σαστισμένος. Ένας μεγάλος, ανώμαλος όγκος εκτεινόταν δεξιά κι αριστερά, ώσπου χανόταν από τα μάτια τους και στα περισσότερα μέρη ήταν ψηλός όσο τα δέντρα που φύτρωναν σύριζά του, με ακόμα ψηλότερα βέλη εδώ κι εκεί. Αναρριχητικά και κληματσίδες δίχως φύλλα σκέπαζαν τα πάντα με πυκνά στρώματα. Γκρεμός; Θα σκαρφαλώναμε εύκολα από τις κληματσίδες, αλλά δεν μπορούμε να ανεβάσουμε τα άλογα.

Ξαφνικά, όπως κόντευαν, είδε έναν πύργο. Ήταν ολοφάνερα πύργος, όχι σχηματισμός βράχων και είχε κάποιον αλλόκοτο, μυτερό θόλο στην κορυφή. “Μια πόλη!” είπε. Και τείχη πόλης και τα βέλη ήταν πύργοι σκοπών στα τείχη. Το στόμα του άνοιξε μόνο του. Θα πρέπει να ήταν δέκα φορές πιο μεγάλη από το Μπάερλον. Πενήντα φορές πιο μεγάλη.

Ο Ματ ένευσε. “Μια πόλη”, συμφώνησε. “Μα τι γυρεύει μια πόλη στη μέση τέτοιου δάσους;”

“Και δίχως ανθρώπους”, είπε ο Πέριν. Όταν τον κοίταξαν, έδειξε το τείχος. “Θα άφηναν άνθρωποι τις κληματσίδες να φυτρώσουν παντού; Ξέρετε ότι τα αναρριχητικά μπορούν να γκρεμίσουν τοίχο. Δείτε πώς έχουν πέσει”.

Αυτό που είδε ο Ραντ έκανε πάλι το μυαλό του να προσαρμοστεί. Ήταν όπως το είχε πει ο Πέριν. Κάτω από όλα σχεδόν τα χαμηλά σημεία των τειχών υπήρχε ένας λόφος σκεπασμένος από θάμνους· ήταν συντρίμμια από το τείχος πιο πάνω που είχε καταρρεύσει. Δεν υπήρχαν πυργίσκοι που να έχουν μεταξύ τους ίδιο ύψος.

“Αναρωτιέμαι ποια πόλη να ήταν”, είπε η Εγκουέν. “Αναρωτιέμαι τι της συνέβη. Δεν θυμάμαι τίποτα από το χάρτη του μπαμπά”.

“Ονομαζόταν Αριντόλ”, είπε η Μουαραίν. “Τον καιρό των Πολέμων των Τρόλοκ, ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν”. Κοίταζε τους ογκώδεις τοίχους και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τους υπόλοιπους της ομάδας, ούτε ακόμα και τη Νυνάβε, που την κρατούσε στη σέλα πιάνοντάς την από το μπράτσο. “Αργότερα η Αριντόλ πέθανε κι αυτό το μέρος πήρε άλλο όνομα”.