Выбрать главу

“Τι όνομα;” ρώτησε ο Ματ.

“Να”, είπε ο Λαν. Σταμάτησε τον Μαντάρμπ μπροστά σε ένα μέρος που κάποτε ήταν πύλη, τόσο φαρδιά που χωρούσαν να περάσουν πενήντα άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον. Μόνο οι τσακισμένοι, γεμάτοι κληματσίδες πύργοι των σκοπών απέμεναν· από τις πύλες, δεν υπήρχε ίχνος. “Θα μπούμε από δω”. Στο βάθος τσίριξαν τα κέρατα των Τρόλοκ. Ο Λαν κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου είχε έρθει ο ήχος, κάπου στα δέντρα προς τα δυτικά. “Ανακάλυψαν ότι είναι ψεύτικη διαδρομή. Ελάτε, πρέπει να βρούμε καταφύγιο πριν σκοτεινιάσει”.

“Τι όνομα;” ξαναρώτησε ο Ματ.

Η Μουαραίν απάντησε, καθώς έμπαιναν στην πόλη. “Σαντάρ Λογκόθ”, είπε. “Λέγεται Σαντάρ Λογκόθ”.

19

Το Καρτέρεμα της Σκιάς

Οι σπασμένες πλάκες του λιθόστρωτου έτριζαν κάτω από τις οπλές των αλόγων, καθώς ο Λαν έβαζε την ομάδα στην πόλη. Απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, ολόκληρη η πόλη ήταν διαλυμένη, εγκαταλειμμένη, όπως είχε πει ο Πέριν. Ούτε ένα περιστέρι δεν πετούσε και αγριόχορτα, συνήθως ξεραμένα από καιρό, φύτρωναν από ρωγμές στους τοίχους και τους δρόμους. Οι περισσότερες στέγες είχαν καταρρεύσει. Οι γκρεμισμένοι τοίχοι έχυναν σωρούς από τούβλα και πέτρες στους δρόμους. Οι πύργοι σταματούσαν απότομα, με κοφτές, τραχιές προεξοχές, σαν σπασμένα κλαριά. Οι ανώμαλοι λόφοι από μπάζα, που στις πλαγιές τους φύτρωναν, αραιά και πού, καχεκτικά δέντρα, ίσως να ήταν απομεινάρια από παλάτια, ή από ολόκληρες γειτονιές της πόλης.

Όμως αυτά που είχαν απομείνει αρκούσαν για να αφήσουν τον Ραντ με κομμένη την ανάσα. Το μεγαλύτερο κτίριο του Μπάερλον εδώ θα χανόταν ακόμα και στις σκιές της πιο μικρής γωνιάς σχεδόν. Όπου κι αν κοίταζε, το βλέμμα του αντάμωνε παλάτια από χλωμά μάρμαρα, που κατέληγαν σε πελώριους θόλους. Όλα τα κτίρια έμοιαζαν να έχουν έναν τουλάχιστον θόλο· μερικά είχαν τέσσερις ή πέντε και όλοι είχαν διαφορετικό σχήμα. Υπήρχαν μακριοί διάδρομοι, μήκους εκατοντάδων βημάτων, με κιονοστοιχίες που έφταναν σε πύργους, οι οποίοι έμοιαζαν να αγγίζουν τον ουρανό. Σε κάθε διασταύρωση υπήρχε ένα μπρούτζινο σιντριβάνι, ή ο αλαβάστρινος οβελίσκος κάποιου μνημείου, ή άγαλμα σε βάθρο. Κι αν τα σιντριβάνια ήταν κατάστεγνα και οι περισσότεροι οβελίσκοι γκρεμισμένοι και πολλά αγάλματα τσακισμένα, αυτά που απέμεναν ήταν τόσο μεγαλοπρεπή, που δεν μπορούσε παρά να τα θαυμάσει.

Και νόμιζα ότι η Μπάερλον είναι πόλη! Κάψε με, μα ο Θομ πρέπει να γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια τον. Όπως η Μουαραίν κι ο Λαν.

Τόσο είχε απορροφηθεί από το θέαμα, που αιφνιδιάστηκε, όταν ο Λαν σταμάτησε ξαφνικά μπροστά σε ένα κτίριο από λευκή πέτρα, που κάποτε ήταν διπλάσιο από το Ελάφι και το Λιοντάρι στο Μπάερλον. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει τι χρησιμότητα εξυπηρετούσε όταν η πόλη ζούσε κι έλαμπε, ίσως να ήταν ακόμα και πανδοχείο. Μόνο ένα κενό κουφάρι απέμενε από τους πάνω ορόφους —ο απογευματινός ουρανός φαινόταν μέσα από τα άδεια πλαίσια των παραθύρων, ενώ το γυαλί και το ξύλο είχαν χαθεί από καιρό- αλλά το πάτωμα του ισογείου φαινόταν γερό.

Η Μουαραίν, με τα χέρια ακόμα στο μπροστάρι, εξέτασε με προσοχή το κτίριο προτού νεύσει. “Μας κάνει”.

Ο Λαν πήδηξε από τη σέλα και σήκωσε την Άες Σεντάι στην αγκαλιά του. “Φέρτε τα άλογα μέσα”, διέταξε. “Βρείτε αίθουσα στο πίσω μέρος για να τη χρησιμοποιήσουμε σαν στάβλο. Πάρτε τα πόδια σας, χωριατάκια. Δεν είμαστε στο λιβάδι του χωριού”. Χάθηκε μέσα, κουβαλώντας την Άες Σεντάι.

Η Νυνάβε κατέβηκε από το άλογο και έτρεξε πίσω του, σφίγγοντας την τσάντα με τα βότανα και τις αλοιφές της. Η Εγκουέν την ακολούθησε κατά πόδας. Άφησαν τα άλογά τους εκεί που ήταν.

““Φέρτε τα άλογα μέσα””, μουρμούρισε ο Θομ με αποστροφή και φύσηξε τα μουστάκια του. Κατέβηκε, με αργές, μουδιασμένες κινήσεις, τεντώθηκε, άφησε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό και ύστερα πήρε τα γκέμια της Αλντίμπ. “Λοιπόν;” είπε, κοιτάζοντας τον Ραντ και τους φίλους του με υψωμένο το φρύδι.

Εκείνοι ξεπέζεψαν βιαστικά και μάζεψαν τα υπόλοιπα άλογα. Η είσοδος, στην οποία δεν υπήρχε τίποτα που να λέει αν κάποτε είχε πόρτες ή όχι, ήταν μεγάλη και με το παραπάνω για να χωρέσει τα ζώα, ακόμα και δύο-δύο.

Μέσα υπήρχε μια πελώρια αίθουσα, πλατιά σαν το κτίριο, με δάπεδο από βρώμικα πλακάκια και μερικά ξεφτισμένα παραπετάσματα στους τοίχους, που είχαν πάρει ένα καφετί χρώμα και φαινόταν έτοιμα να διαλυθούν με το πρώτο άγγιγμα. Τίποτα άλλο. Ο Λαν είχε φτιάξει ένα πρόχειρο μέρος σε μια γωνιά για τη Μουαραίν με το μανδύα του και το δικό της. Η Νυνάβε, που κάτι μουρμούριζε για τη σκόνη, ήταν γονατισμένη πλάι στην Άες Σεντάι και έψαχνε στην τσάντα της, την οποία κρατούσε ανοιχτή η Εγκουέν.