Выбрать главу

Ο Ματ ένευσε όταν άκουσε τα λόγια του Βάρδου. “Μάλλον. Μόνο που... λες να έχει σχέση με αυτά που μας συνέβησαν. Τους Τρόλοκ και τα υπόλοιπα; Θέλω να πω... α, δεν ξέρω τι θέλω να πω”.

“Νομίζω ότι θα ’πρεπε να τα ξεχάσεις και να σκέφτεσαι πώς θα βγούμε από δω σώοι και αβλαβείς”. Ο Θομ έβγαλε τη μακριά πίπα από το μανδύα του. ” Επίσης, νομίζω πως θα καπνίσω τώρα”. Κούνησε την πίπα προς το μέρος τους και πήγε στη μπροστινή αίθουσα.

“Είμαστε μαζί σ’ αυτό, όλοι, όχι ένας μόνο από εμάς”, είπε ο Ραντ στον Ματ.

Ο Ματ τίναξε το κεφάλι και γέλασε, μ’ ένα κοφτό γέλιο. “Σωστά. Τέλος πάντων, μιας και λέμε ότι είμαστε μαζί, τώρα που ξεμπερδέψαμε με τα άλογα δεν πάμε να δούμε την πόλη; Πραγματική πόλη, δίχως πλήθη να σου πατάνε τον κάλο και να σε βαράνε στα πλευρά. Χωρίς κανέναν να μας κάνει τον σπουδαίο. Έχουμε ακόμα μια ώρα, μπορεί και δυο, πριν πέσει το σκοτάδι”.

“Μήπως ξέχασες τους Τρόλοκ;” είπε ο Πέριν.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά. “Ο Λαν είπε ότι δεν έρχονται εδώ, δεν θυμάσαι; Όταν μιλάνε, ν’ ακούς”.

“Το θυμάμαι”, είπε ο Πέριν. “Κι ακούω. Αυτή η πόλη —η Αριντόλ;- ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν. Βλέπεις; Ακούω”.

“Η Αριντόλ πρέπει να ήταν η πιο λαμπρή πόλη στους Πολέμους των Τρόλοκ”, είπε ο Ραντ, “αφού ακόμα οι Τρόλοκ τη φοβούνται. Δεν φοβήθηκαν να έρθουν στους Δύο Ποταμούς και η Μουαραίν είπε ότι η Μανέθερεν ήταν —πώς το είπε ακριβώς- αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού”.

Ο Πέριν σήκωσε τα χέρια. “Μη μελετάς τον Ποιμένα της Νυκτός. Σε παρακαλώ;”

“Τι λέτε;” Ο Ματ γέλασε. “Πάμε”.

“Θα ’πρεπε να ρωτήσουμε τη Μουαραίν”, είπε ο Πέριν και ο Ματ τίναξε τα χέρια του στον αέρα.

“Να ρωτήσουμε τη Μουαραίν; Λες να μας αφήσει από τα μάτια της; Και η Νυνάβε; Μα το αίμα και τις στάχτες, Πέριν, δεν ρωτάς την κυρά Λούχαν τώρα που πήρες φόρα;”

Ο Πέριν συμφώνησε απρόθυμα και ο Ματ στράφηκε στον Ραντ μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. “Τι λες κι εσύ; Μια πραγματική πόλη; Με παλάτια!” Γέλασε πονηρά. “Χωρίς Λευκομανδίτες να μας κοιτάζουν”.

Ο Ραντ του έριξε μια αλλόκοτη ματιά, αλλά δίστασε μόνο για μια στιγμή. Αυτά τα παλάτια ήταν σαν να είχαν βγει από ιστορίες τραγουδιστών. “Εντάξει”.

Αλαφροπατώντας, για να μην τους ακούσουν στη μπροστινή αίθουσα, βγήκαν από το δρομάκι και το ακολούθησαν, πηγαίνοντας μακριά από την πρόσοψη του κτιρίου, σε ένα δρόμο στην άλλη πλευρά. Περπάτησαν γρήγορα και, όταν βρέθηκαν λίγα οικοδομήματα πιο πέρα από το κτίριο με τις λευκές πέτρες, ο Ματ άρχισε να πηδά και να χορεύει.

“Ελεύθερος”. Γέλασε. “Ελεύθερος!” Χόρεψε σε κύκλο, πιο αργά, κοιτάζοντας τα πάντα, γελώντας ακόμα. Οι σκιές του απογεύματος απλώθηκαν, μακριές και ακανόνιστες και ο ήλιος που βούλιαζε χρύσωσε τη χαλασμένη πόλη. “Ονειρευτήκατε ποτέ τέτοιο μέρος; Ε;”

Κι ο Πέριν γέλασε, όμως ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα. Δεν ήταν σαν την πόλη του πρώτου ονείρου του, αλλά πάντως... “Αν θέλουμε να δούμε τίποτα”, είπε, “ας προχωρήσουμε. Δεν θα έχει φως για πολύ ακόμα”.

Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ματ ήθελε να δει τα πάντα και παρέσυρε τους άλλους με τον ενθουσιασμό του. Σκαρφάλωναν σε σκονισμένα σιντριβάνια με δεξαμενές, τόσο μεγάλες που χωρούσαν τους πάντες στο Πεδίο του Έμοντ, μπαινόβγαιναν σε κτίσματα που διάλεγαν στην τύχη, αρκεί να ήταν τα μεγαλύτερα που έβρισκαν. Μερικά τα καταλάβαιναν και μερικά όχι. Τα παλάτια ήταν, προφανώς, παλάτια, αλλά τι σκοπό είχε ένα πελώριο κτίριο, που απ’ έξω ήταν ένας στρογγυλός, λευκός θόλος, μεγάλος σαν λόφος, ενώ το εσωτερικό του απαρτιζόταν από ένα μόνο, τερατώδες δωμάτιο; Και ένα περιτειχισμένο μέρος, ανοιχτό από πάνω και τόσο μεγάλο που χωρούσε όλο το Πεδίο του Έμοντ, περικυκλωμένο από ατέλειωτες σειρές πέτρινων πάγκων;

Ο Ματ άρχισε να νιώθει ανυπομονησία, επειδή το μόνο που έβρισκαν ήταν σκόνη, ή μπάζα, ή ξεθωριασμένα απομεινάρια από παραπετάσματα, που διαλύονταν όταν τα άγγιζες. Κάποια στιγμή βρήκαν μερικές ξύλινες καρέκλες ακουμπισμένες σ’ έναν τοίχο· έγιναν κομμάτια όταν ο Πέριν προσπάθησε να σηκώσει μία.

Τα παλάτια με τους πελώριους, άδειους θαλάμους τους, μερικοί εκ των οποίων χωρούσαν ολόκληρο το Πανδοχείο της Οινοπηγής και περίσσευε χώρος από κάθε πλευρά και από πάνω επίσης, έκαναν τον Ραντ να σκέφτεται πολύ τους ανθρώπους που κάποτε τα γέμιζαν. Του φαινόταν πως όλοι όσοι ζούσαν στους Δύο Ποταμούς μπορούσαν να σταθούν κάτω από αυτόν τον στρογγυλό θόλο και όσο για το μέρος με τους πέτρινους πάγκους... Σχεδόν μπορούσε να φανταστεί ότι έβλεπε τους ανθρώπους στις σκιές να κοιτάζουν αποδοκιμαστικά τους τρεις εισβολείς, που τάραζαν τη γαλήνη τους.

Τελικά, ακόμα κι ο Ματ κουράστηκε, όσο θαυμαστά κι αν ήταν τα κτίρια και θυμήθηκε ότι την προηγούμενη νύχτα είχε κοιμηθεί μονάχα μια ώρα. Το θυμήθηκαν και οι άλλοι. Ενώ χασμουριόντουσαν κάθισαν στα σκαλιά ενός ψηλού κτιρίου με πολλές σειρές από ψηλές πέτρινες κολώνες και συζήτησαν τι θα έκαναν μετά.