“Πάμε πίσω”, είπε ο Ραντ, “να κοιμηθούμε λίγο”. Έκρυψε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης του. Όταν μπόρεσε πάλι να μιλήσει, είπε, “Ύπνος. Αυτό είναι το μόνο που θέλω”.
“Μπορείς να κοιμηθείς όποτε θελήσεις”, είπε ο Ματ αποφασισμένα. “Κοίτα πού είμαστε. Μια κατεστραμμένη πόλη. Θησαυροί”.
“Θησαυροί;” Τα σαγόνια του Πέριν έκαναν έναν κρότο. “Δεν έχει θησαυρό εδώ. Δεν έχει τίποτα εκτός από σκόνη”.
Ο Ραντ σήκωσε το χέρι του κόντρα στον ήλιο, μια κόκκινη μπάλα που καθόταν κοντά στις στέγες. “Βραδιάζει, Ματ. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει”.
“Μπορεί να υπάρχει θησαυρός”, επέμεινε ο Ματ χωρίς να υποχωρεί. “Όπως και να ’χει, θέλω να ανεβώ σ’ έναν απ’ αυτούς τους πύργους. Κοιτάξτε αυτόν εκεί πέρα. Είναι ολόκληρος. Πάω στοίχημα ότι, αν ανέβουμε, θα μπορούμε να δούμε ως τον ορίζοντα. Γι λέτε;”
“Οι πύργοι δεν είναι ασφαλείς”, είπε μια ανδρική φωνή από πίσω τους.
Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος και στριφογύρισε πιάνοντας τη λαβή του σπαθιού του και οι άλλοι ήταν εξίσου σβέλτοι.
Ένας άνδρας στεκόταν στο σκοτάδι, ανάμεσα στις κολώνες που υπήρχαν στο τέλος της σκάλας. Έκανε μισό βήμα μπροστά, σήκωσε το χέρι για να φυλάξει τα μάτια του και ξαναγύρισε πίσω. “Συγχωρέστε με”, είπε ευγενικά. “Έχω περάσει πολύ καιρό στο σκοτάδι εδώ μέσα. Τα μάτια μου ακόμα δεν συνήθισαν το φως”.
“Ποιος είσαι;” Ο Ραντ σκέφτηκε πως η προφορά του ήταν ασυνήθιστη, ακόμα και μετά το Μπάερλον κάποιες λέξεις τις πρόφερε αλλόκοτα και ο Ραντ με δυσκολία τον καταλάβαινε. “Τι γυρεύεις εδώ; Νομίζαμε ότι η πόλη είναι άδεια”.
“Είμαι ο Μόρντεθ”. Κοντοστάθηκε, σαν να περίμενε πως θα αναγνώριζαν το όνομα. Όταν δεν φάνηκε κάτι τέτοιο, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και συνέχισε. “Θα μπορούσα να κάνω την ίδια ερώτηση και για σας. Πολύ καιρό έχει να έρθει κανείς στην Αριντόλ. Πολύ, πάρα πολύ καιρό. Δεν φανταζόμουν ότι θα βρω τρεις νεαρούς να περιπλανιούνται στους δρόμους της”.
“Πάμε για το Κάεμλυν”, είπε ο Ραντ. “Σταματήσαμε να βρούμε καταφύγιο για τη νύχτα”.
“Κάεμλυν”, είπε αργά ο Μόρντεθ. Γεύτηκε το όνομα καθώς Μιλούσε από τη γλώσσα του και κούνησε το κεφάλι. “Καταφύγιο για τη νύχτα, λέτε; Ίσως έρθετε μαζί μου”.
“Ακόμα δεν μας είπες τι κάνεις εδώ”, είπε ο Πέριν.
“Μα, είμαι κυνηγός θησαυρών, φυσικά”.
“Βρήκες κανέναν;” ζήτησε να μάθει γεμάτος έξαψη ο Ματ.
Του Ραντ του φάνηκε πως ο Μόρντεθ είχε χαμογελάσει, μα λόγω των σκιών δεν ήταν σίγουρος. “Βρήκα”, είπε ο άνδρας. “Μεγαλύτερο απ’ όσο περίμενα. Πολύ μεγαλύτερο. Μεγαλύτερο απ’ όσο μπορώ να κουβαλήσω. Δεν περίμενα να βρω τρεις δυνατούς, υγιείς νεαρούς. Αν με βοηθήσετε να πάρω στα άλογά μου ό,τι μπορώ να κουβαλήσω, τότε μπορείτε να πάρετε μερίδιο από τα υπόλοιπα. Όσο μπορείτε να σηκώσετε. Ό,τι κι αν αφήσω θα χαθεί, θα το πάρει κάποιος άλλος κυνηγός θησαυρών, πριν προλάβω να ξαναγυρίσω”.
“Σας είπα ότι τέτοια μέρη έχουν θησαυρούς”, αναφώνησε ο Ματ. Όρμησε στα σκαλιά. “Θα σε βοηθήσουμε να τον κουβαλήσεις. Μόνο πήγαινε μας εκεί”. Μαζί με τον Μόρντεθ χώθηκαν πιο βαθιά στις σκιές ανάμεσα στις κολώνες.
Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν. “Δεν μπορούμε να τον παρατήσουμε”. Ο Πέριν κοίταξε τον ήλιο που έγερνε και ένευσε.
Ανέβηκαν τα σκαλιά επιφυλακτικά και ο Πέριν χαλάρωσε τη θηλιά του τσεκουριού στη ζώνη του. Το χέρι του Ραντ έσφιξε το σπαθί του. Αλλά ο Ματ και ο Μόρντεθ περίμεναν ανάμεσα στις κολώνες· ο Μόρντεθ είχε σταυρώσει τα χέρια και ο Ματ κοίταζε ανυπόμονα το εσωτερικό του κτιρίου.
“Ελάτε”, είπε ο Μόρντεθ. “Θα σας δείξω το θησαυρό”. Χώθηκε μέσα και ο Ματ τον ακολούθησε. Οι άλλοι δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά μόνο να μπουν κι αυτοί.
Η αίθουσα μέσα ήταν γεμάτη σκιές, αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Μόρντεθ έστριψε και ακολούθησε κάποια στενά σκαλοπάτια, που ελίσσονταν και κατηφόριζαν σε όλο και πυκνότερο σκοτάδι, ώσπου η ομάδα κατέληξε να προχωρά ψαχουλευτά στο απόλυτο σκότος. Ο Ραντ ψηλαφούσε με το χέρι τον τοίχο και ήταν σίγουρος ότι υπήρχε σκαλί μπροστά του μόνο όταν το άγγιζε με το πόδι του. Ακόμα και ο Ματ είχε αρχίσει να ανησυχεί, αν έκρινε κανείς από τον τόνο της φωνή του όταν είπε, “Πολύ σκοτεινά είναι εδώ πέρα”.
“Ναι, ναι”, αποκρίθηκε ο Μόρντεθ. Δεν φαινόταν να τον δυσκολεύει το σκοτάδι. “Πιο κάτω υπάρχουν φώτα. Ελάτε”.
Πραγματικά, τα κουλουριασμένα σκαλοπάτια κατέληξαν σε ένα διάδρομο που φωτιζόταν αμυδρά από σκόρπιους δαυλούς, οι οποίοι έβγαζαν καπνούς και ήταν στερεωμένοι σε σιδερένια στηρίγματα στους τοίχους. Οι φλόγες και οι σκιές που τρεμόπαιζαν βοήθησαν τον Ραντ να δει για πρώτη φορά καλά τον Μόρντεθ, ο οποίος προχώρησε βιαστικά, δίχως να σταθεί, κάνοντας τους νόημα να τον ακολουθήσουν.