Выбрать главу

Ο Ραντ σκέφτηκε πως ο άνδρας είχε κάτι παράξενο, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Ο Μόρντεθ ήταν ένας άνδρας κάπως καλοζωισμένος, με λαμπερή επιδερμίδα, με πεσμένα φρύδια, που τον έκαναν να μοιάζει σαν να κρυβόταν κάπου κοιτάζοντας. Ήταν κοντός, εντελώς φαλακρός, αλλά περπατούσε σαν να ήταν πιο ψηλός και από τους τρεις τους. Τα ρούχα του, επίσης, δεν έμοιαζαν με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ του ο Ραντ. Στενό, μαύρο παντελόνι και μαλακές κόκκινες μπότες που δίπλωναν στους αστραγάλους του. Μακρύ, κόκκινο γιλέκο, βαρυστολισμένο με χρυσάφι και χιονόλευκο πουκάμισο με πλατιά μανίκια και μανικέτια, που οι άκρες τους έφταναν σχεδόν ως τα γόνατά του. Οπωσδήποτε, δεν ήταν τα ρούχα για να εξερευνήσει κανείς μια κατεστραμμένη πόλη ψάχνοντας για θησαυρούς. Αλλά δεν ήταν ούτε αυτό που τον έκανε να φαντάζει παράξενος.

Εκείνη τη στιγμή ο διάδρομος κατέληξε σε ένα δωμάτιο με πλακάκια στους τοίχους και ο Ραντ ξέχασε κάθε παραδοξότητα. Αφησε μια κοφτή φωνή, όπως οι φίλοι του μια στιγμή πριν απ’ αυτόν. Κι εδώ, επίσης, το φως ερχόταν από μερικούς πυρσούς, που λέκιαζαν το ταβάνι με τον καπνό τους και έκαναν να έχει ο καθένας παραπάνω από μία σκιές, αλλά το φως αυτό καθρεφτιζόταν χίλιες φορές στους πολύτιμους λίθους και το χρυσάφι που ήταν σωριασμένα κάτω, τους λόφους από νομίσματα και κοσμήματα, τα κύπελλα και τις πιατέλες και τους δίσκους, τα επίχρυσα και στολισμένα με πετράδια σπαθιά και εγχειρίδια, όλα πεταμένα σε σωρούς, που έφταναν ως τη μέση ανθρώπου.

Ο Ματ με μια κραυγή έτρεξε μπροστά και γονάτισε μπροστά σε μια στοίβα. “Σακιά”, είπε με κομμένη την ανάσα, ψαχουλεύοντας το χρυσό. “Θα χρειαστούμε σακιά για να τα κουβαλήσουμε όλα”.

“Δεν μπορούμε να τα κουβαλήσουμε όλα”, είπε ο Ραντ. Έριξε ένα ανήμπορο βλέμμα γύρω του. Όλο το χρυσάφι που έφερναν οι έμποροι στο Πεδίο του Έμοντ μέσα σ’ ένα χρόνο δεν ήταν ούτε το ένα χιλιοστό ενός έστω απ’ αυτούς τους σωρούς. ” Όχι τώρα. Σκοτείνιασε σχεδόν”.

Ο Πέριν τράβηξε ένα τσεκούρι, τινάζοντας απρόσεχτα τις χρυσές αλυσίδες που είχαν μπλέξει πάνω του. Μια σειρά πετραδιών λαμπύριζε στην αστραφτερή μαύρη λαβή του και λεπτοδουλεμένα χρυσά σπειροειδή ποικίλματα κάλυπταν τις δίδυμες λεπίδες. “Αύριο, λοιπόν”, είπε, κρατώντας το τσεκούρι μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. “Η Μουαραίν και ο Λαν θα καταλάβουν, όταν τους δείξουμε αυτό”.

“Δεν είστε μόνοι;” είπε ο Μόρντεθ. Τους είχε αφήσει να τον περάσουν τρέχοντας για να μπουν στην αίθουσα του θησαυρού, αλλά μετά τους είχε ακολουθήσει. “Ποιοι άλλοι είναι μαζί σας;”

Ο Ματ, με τα χέρια χωμένα ως τον καρπό στα πλούτη εμπρός του, απάντησε αφηρημένα, “Η Μουαραίν και ο Λαν. Είναι επίσης η Νυνάβε, και η Εγκουέν και ο Θομ. Ο Θομ είναι Βάρδος. Πάμε στην Ταρ Βάλον”.

Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του. Μετά, η σιωπή του Μόρντεθ τον έκανε να κοιτάξει τον άνδρα.

Το πρόσωπο του Μόρντεθ ήταν αλλοιωμένο από την οργή και από το φόβο επίσης. Τα χείλη του τραβήχτηκαν κι αποκάλυψαν τα δόντια του. “Στην Ταρ Βάλον!” Κούνησε τις σφιγμένες γροθιές του μπροστά τους. “Στην Ταρ Βάλον! Είπατε ότι πάτε σ’ αυτό το.. το... Κάεμλυν! Μου είπατε ψέματα!”

“Αν το θέλεις ακόμα”, είπε ο Πέριν στον Μόρντεθ, “θα ξανάρθουμε αύριο να σε βοηθήσουμε”. Ακούμπησε προσεκτικά το τσεκούρι στη στοίβα με τα κοσμήματα και τα πετραδοστόλιστα δισκοπότηρα. “Αν το θέλεις”.

“Όχι. Δηλαδή...” Ο Μόρντεθ, λαχανιασμένος, κούνησε το κεφάλι, σαν να μην μπορούσε ν’ αποφασίσει. “Πάρτε ό,τι θέλετε. Εκτός... Εκτός...”

Ξαφνικά ο Ραντ κατάλαβε τι τον έτρωγε τόση ώρα. Οι σκόρπιοι πυρσοί στο διάδρομο δημιουργούσαν έναν δακτύλιο σκιών γύρω τους, όπως τώρα πυρσοί της αίθουσας του θησαυρού. Μόνο που... Ήταν τόσο ξαφνιασμένος, που το είπε φωναχτά. “Δεν έχεις σκιά”.

Ένα κύπελλο έπεσε με πάταγο από το χέρι του Ματ.

Ο Μόρντεθ ένευσε και για πρώτη φορά τα σαρκώδη βλέφαρα του άνοιξαν διάπλατα. Το λαμπερό πρόσωπό του ξαφνικά έδειξε σφιγμένο, πεινασμένο. “Άρα”. Ίσιωσε το κορμί, φάνηκε ψηλότερος. “Αποφασίσθηκε”. Ξαφνικά, όχι μόνο φαινόταν, αλλά και ήταν ψηλότερος. Ο Μόρντεθ φούσκωσε σαν μπαλόνι και παραμορφώθηκε, με το κεφάλι του ζουλιγμένο στο ταβάνι και τους ώμους του να τρίβονται στους τοίχους, γεμίζοντας την άλλη πλευρά της αίθουσας, εμποδίζοντας τη διαφυγή τους. Με τα μάγουλα ρουφηγμένα και τα δόντια γυμνωμένα σε άγρια γκριμάτσα άπλωσε τα χέρια του, που ήταν αρκετά μεγάλα για να αρπάξουν με μιας ένα ανθρώπινο κεφάλι.

Ο Ραντ ούρλιαξε και πήδηξε προς τα πίσω. Τα πόδια του μπλέχτηκαν σε μια χρυσή αλυσίδα και βρόντηξε στο πάτωμα, κάτι που του έκοψε την ανάσα. Πάσχισε να ανασάνει, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να πιάσει το σπαθί του, βάζοντάς τα με το μανδύα του, που είχε τυλιχτεί γύρω από τη λαβή. Η αίθουσα αντήχησε από τις κραυγές των φίλων του και τους βρόντους από τις χρυσές πιατέλες και τα κύπελλα που έπεφταν στο πάτωμα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό αγωνίας.