Выбрать главу

Κλαψουρίζοντας, σχεδόν, κατάφερε επιτέλους να ανασάνει, τη στιγμή που τραβούσε το σπαθί από τη θήκη του. Σηκώθηκε όρθιος με προσοχή, ενώ αναρωτιόταν ποιος από τους φίλους του είχε ουρλιάξει έτσι. Ο Πέριν τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια από την άλλη άκρη του δωματίου, μισοσκυμμένος, κρατώντας το τσεκούρι προς τα πίσω, σαν να ήταν έτοιμος να κόψει δέντρο. Ο Ματ κρυφοκοίταξε γύρω από ένα σωρό του θησαυρού, κρατώντας ένα εγχειρίδιο, που το είχε αρπάξει βιαστικά.

Κάτι σάλεψε στα βάθη των σκιών που έριχναν οι πυρσοί και όλοι τινάχτηκαν. Ήταν ο Μόρντεθ, που έσφιγγε τα γόνατά του στο στήθος του και είχε κουλουριαστεί στην πιο μακρινή γωνιά που μπορούσε να φτάσει.

“Μας ξεγέλασε”, είπε ο Ματ ξέπνοα. “Μας κορόιδεψε”.

Ο Μόρντεθ έγειρε πίσω το κεφάλι και στρίγκλισε γοερά· η σκόνη έπεσε, καθώς οι τοίχοι έτρεμαν. “Είστε όλοι νεκροί!” φώναξε.

“Όλοι νεκροί!” Και σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα, κάνοντας βουτιά από την άλλη άκρη της αίθουσας.

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα άθελά του και παραλίγο θα του έπεφτε το σπαθί. Καθώς ο Μόρντεθ βουτούσε στον αέρα, λέπτυνε κι επιμηκύνθηκε, σαν καπνός. Λεπτός, όσο ένα δάχτυλο, έπεσε σε μια χαραμάδα στα πλακάκια του τοίχου κι εξαφανίστηκε μέσα της. Μια τελευταία κραυγή έμεινε ν’ αντηχεί στην αίθουσα, σβήνοντας αργά, ενώ αυτός είχε ήδη χαθεί..

“Είστε όλο νεκροί!”

“Πάμε να φύγουμε από δω”, είπε ξεψυχισμένα ο Πέριν, σφίγγοντας το τσεκούρι και προσπαθώντας να δει προς όλες τις κατευθύνσεις με μιας. Μπροστά στα πόδια του σκορπίστηκαν απαρατήρητα χρυσά στολίδια και πετράδια.

“Αλλά, ο θησαυρός”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι”.

“Δεν θέλω τίποτα δικό του”, είπε ο Πέριν, που ακόμα γυρνούσε και κοίταζε παντού. Ύψωσε τη φωνή του και φώναξε προς τους τοίχους. “Είναι δικός σου ο θησαυρός, ακούς; Δεν πήραμε τίποτα!”

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ θυμωμένος. “Θέλεις να μας κυνηγήσει; Ή θα κάτσεις εδώ γεμίζοντας τις τσέπες σου, μέχρι να ξαναγυρίσει μ’ άλλους δέκα σαν αυτόν;”

Ο Ματ απλώς έδειξε τα χρυσάφια και τα πετράδια. Πριν όμως μπορέσει να πει κουβέντα, ο Ραντ είχε αρπάξει το ένα χέρι του και ο Πέριν το άλλο. Τον έβγαλαν κακήν-κακώς από την αίθουσα, ενώ ο Ματ πάλευε και φώναζε για το θησαυρό.

Πριν κάνουν δέκα βήματα στον διάδρομο, το αμυδρό φως πίσω τους άρχισε να χαμηλώνει. Έσβηναν και οι πυρσοί στην αίθουσα του θησαυρού. Ο Ματ σταμάτησε να φωνάζει. Τάχυναν το βήμα τους. Έσβησε ο πρώτος δαυλός έξω από το δωμάτιο, ύστερα ο επόμενος. Όταν έφτασαν στη σπειροειδή σκάλα, δεν χρειαζόταν πια να τραβούν τον Ματ. Έτρεχαν όλοι, με το σκοτάδι να τους πλησιάζει από πίσω. Ακόμα και η μαυρίλα των σκαλιών απλώς τους έκανε να κοντοσταθούν για μια στιγμή και μετά άρχισαν να τρέχουν, φωνάζοντας μ’ όλη τους τη δύναμη. Φώναζαν για να τρομάξουν οτιδήποτε τους περίμενε· φώναζαν για να θυμίζουν στον εαυτό τους ότι ήταν ακόμα ζωντανοί.

Χύθηκαν στην πάνω αίθουσα, γλιστρώντας και πέφτοντας στο σκονισμένο μάρμαρο, πέρασαν σκοντάφτοντας από τις κολώνες, κουτρουβάλησαν τα σκαλιά και έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον γεμάτοι μελανάδες στο δρόμο.

Ο Ραντ ξέμπλεξε από το σωρό και πήρε το σπαθί του Ταμ από το δρόμο, κοιτάζοντας ανήσυχος ολόγυρά του. Πάνω από τις στέγες φαινόταν λιγότερος από το μισό δίσκο του ήλιου. Οι σκιές απλώνονταν σαν σκοτεινά χέρια, γεμίζοντας σχεδόν το δρόμο και το φως που απέμενε τις έκανε να δείχνουν ακόμα πιο σκοτεινές. Ο Ραντ ανατρίχιασε. Οι σκιές έμοιαζαν σαν τον Μόρντεθ που άπλωνε τα χέρια του.

“Τουλάχιστον ξεφύγαμε από κει”. Ο Ματ σηκώθηκε κι αυτός από κάτω και ξεσκονίστηκε, με κινήσεις που ήταν ωχρή απομίμηση του συνηθισμένου τρόπου του. “Και τουλάχιστον εγώ—”

“Ξεφύγαμε, άραγε;” είπε ο Πέριν.

Αυτή τη φορά ο Ραντ ήξερε πως δεν ήταν η φαντασία του. Οι τρίχες του σβέρκου του σηκώθηκαν όρθιες. Κάτι τους παρακολουθούσε από το σκοτάδι στις κολώνες. Στριφογύρισε, κοίταξε τα κτίρια απέναντι. Ένιωθε πάνω του βλέμματα κι από κει. Έσφιξε πιο δυνατά τη λαβή του σπαθιού του, αν και αναρωτιόταν πόσο θα τον βοηθούσε. Τα μάτια που τους παρακολουθούσαν έμοιαζαν να είναι παντού. Οι άλλοι κοίταξαν γύρω επιφυλακτικά· ήξερε ότι το ένιωθαν κι αυτοί.

“Μένουμε στη μέση του δρόμου”, είπε βραχνά. Τον κοίταξαν κατάματα· η όψη τους έδειχνε όσο φόβο ένιωθε μέσα του. Ξεροκατάπιε. “Μένουμε στη μέση του δρόμου, αποφεύγουμε τις σκιές όσο μπορούμε και περπατάμε γρήγορα”.

“Πολύ γρήγορα”, συμφώνησε με ενθουσιασμό ο Ματ.