Выбрать главу

Οι παρατηρητές τους ακολούθησαν. Ή ήταν πολλοί παρατηρητές, πολλά μάτια που κοίταζαν, σχεδόν από κάθε κτίριο. Ο Ραντ δεν έβλεπε τίποτα να κινείται, όσο κι αν προσπαθούσε να διακρίνει κάτι, αλλά ένιωθε τα μάτια, βιαστικά, πεινασμένα. Δεν ήξερε τι θα ήταν χειρότερο. Χιλιάδες μάτια, ή λίγα μόνο, που τους ακολουθούσαν.

Στους δρόμους που έφτανε ακόμα ο ήλιος, πήγαιναν λίγο πιο σιγά, λιγάκι μόνο, κοιτάζοντας νευρικά το σκοτάδι, που πάντα έμοιαζε να βρίσκεται μπροστά τους. Κανένας δεν έδειχνε πρόθυμος να μπει στις σκιές· κανένας δεν ήξερε, αν κάτι καραδοκούσε εκεί. Η αδημονία των παρατηρητών ήταν κάτι απτό, κάθε φορά που οι σκιές απλώνονταν στο δρόμο και έφραζαν την πορεία τους. Έτρεχαν φωνάζοντας σε κείνα τα σκοτεινά μέρη. Του Ραντ του φαινόταν πως άκουγε ξερά, σερνάμενα γέλια.

Τελικά, ενώ σουρούπωνε, είδαν το κτίριο από λευκή πέτρα, από το οποίο τους φαινόταν πως είχαν φύγει πριν μέρες. Ξαφνικά, τα μάτια που τους παρακολουθούσαν έφυγαν. Ανάμεσα σε δύο βήματα, είχαν χαθεί ακαριαία. Ο Ραντ, δίχως λέξη, άρχισε να σιγοτρέχει, ακολουθούμενος από τους φίλους του και ύστερα να τρέχει μ’ όλη του τη δύναμη, σταματώντας μόνο όταν πέρασαν από την είσοδο και σωριάστηκαν λαχανιασμένοι.

Μια μικρή φωτιά έκαιγε στο μέσον του πλακοστρωμένου δαπέδου και ο καπνός της έβγαινε από μια τρύπα στο ταβάνι, με τρόπο που θύμισε στον Ραντ τον Μόρντεθ. Όλοι ήταν εκεί, εκτός από τον Λαν, μαζεμένοι γύρω από τις φλόγες τους και αντέδρασαν με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους. Η Εγκουέν, που ζέσταινε τα χέρια της στη φωτιά, ξαφνιάστηκε, καθώς οι τρεις ορμούσαν στην αίθουσα και έπιασε το λαιμό της· όταν είδε ποιοι ήταν αναστέναξε με ανακούφιση, κάτι που χάλασε την αυστηρή ματιά που προσπάθησε να τους ρίξει. Ο Θομ απλώς μουρμούρισε κάτι, χωρίς να βγάλει την πίπα από το στόμα, αλλά ο Ραντ έπιασε τη λέξη “βλάκες”, πριν ο Βάρδος αρχίσει πάλι να σκαλίζει τις φλόγες μ’ ένα ξύλο.

“Κοκορόμυαλοι! Εξυπνάκηδες!” ξέσπασε η Σοφία. Ήταν πυρ και μανία· τα μάτια της γυάλιζαν και κόκκινες πιτσιλάδες έκαιγαν στα μάγουλά της. “Στο Φως σας, γιατί το σκάσατε έτσι; Είστε καλά; Δεν έχετε κουκούτσι μυαλό; Ο Λαν βγήκε και σας ψάχνει και θα είστε τυχεροί, αν δεν σας δώσει ένα καλό μάθημα όταν γυρίσει”.

Το πρόσωπο της Άες Σεντάι δεν φανέρωνε καθόλου ταραχή, αλλά τα χέρια της είχαν ασπρίσει σφίγγοντας την άκρη του φορέματός της, μέχρι να μπουν οι τρεις φίλοι. Αυτό που της είχε δώσει η Νυνάβε πρέπει να είχε βοηθήσει, γιατί στεκόταν στα πόδια της. “Δεν έπρεπε να κάνετε αυτό που κάνατε”, είπε με φωνή καθαρή και γαλήνια, σαν λιμνούλα του Νεροδάσους. “Θα το συζητήσουμε αργότερα. Κάτι συνέβη εκεί έξω, αλλιώς δεν θα πέφτατε ο ένας πάνω στον άλλο έτσι. Πείτε μου”.

“Είπες ότι ήταν ασφαλές”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. “Είπες ότι η Αριντόλ ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν και οι Τρόλοκ δεν θα έμπαιναν στην πόλη και—”

Η Μουαραίν προχώρησε μπροστά, τόσο γρήγορα, που ο Ματ έπαψε να μιλά και έμεινε με το στόμα του να χάσκει, ενώ ο Ραντ με τον Πέριν σταμάτησαν απότομα εκεί που είχαν αρχίσει να σηκώνονται, μισογονατισμένοι. “Τρόλοκ; Είδατε Τρόλοκ μέσα από τα τείχη;”

Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Όχι Τρόλοκ”, είπε, και οι τρεις τους άρχισαν να μιλούν με έξαψη, ταυτοχρόνως.

Ο καθένας τους άρχισε να τα λέει από διαφορετικό σημείο. Ο Ματ άρχισε από κει που είχαν βρει το θησαυρό, μιλώντας, σχεδόν, σαν να τον είχε βρει μόνος του, ενώ ο Πέριν εξήγησε, γιατί είχαν φύγει εξαρχής χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν. Ο Ραντ πήδηξε κατευθείαν σε κείνο που νόμιζε ότι είχε σημασία, στη συνάντηση τους με τον ξένο ανάμεσα στις κολώνες. Αλλά ήταν τόσο αναστατωμένοι, που κανένας τους δεν έλεγε τα πράγματα με τη σειρά που είχαν συμβεί· όποτε κάποιου του ερχόταν κάτι το ξεφούρνιζε, δίχως να νοιάζεται για τα πριν και τα μετά, ή για το ποιος έλεγε τι. Οι παρατηρητές. Όλοι μιλούσαν ασταμάτητα για τους παρατηρητές.

Η ιστορία, όπως την έλεγαν, ήταν σχεδόν ακατανόητη, αλλά ο φόβος τους ήταν ολοφάνερος. Η Εγκουέν άρχισε να ρίχνει ανήσυχες ματιές στα άδεια παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Τα τελευταία απομεινάρια του σούρουπου ξεθώριαζαν η φωτιά έμοιαζε αδύναμη και αμυδρή. Ο Θομ έβγαλε την πίπα από το στόμα του και αφουγκράστηκε με το κεφάλι γερμένο, σμίγοντας τα φρύδια. Το βλέμμα της Μουαραίν έδειχνε έγνοια, όχι όμως υπέρμετρη. Ώσπου...

Ξαφνικά, η Άες Σεντάι άφησε μια οξεία κραυγή και άρπαξε σφιχτά τον Ραντ από τον αγκώνα. “Μόρντεθ! Είσαι βέβαιος γι’ αυτό το όνομα; Είστε όλοι βέβαιοι; Μόρντεθ;”

Μουρμούρισαν “Ναι”, εν χορώ, αποσβολωμένοι από την ένταση της Άες Σεντάι.

“Σας άγγιξε;” τους ρώτησε. “Σας έδωσε τίποτα, ή κάνατε κάτι γι’ αυτόν; Πρέπει να μάθω”.

“Όχι”, είπε ο Ραντ. Κανένας μας. Τίποτα απ’ αυτά που λες”.