Выбрать главу

Τέτοια ώρα, μιας μέρας γεμάτης δουλειές πριν τη Γιορτή, ο Ραντ περίμενε να βρει την κοινή αίθουσα άδεια, με μόνη εξαίρεση τον Μπραν και τον πατέρα του και το γάτο, αλλά υπήρχαν τέσσερα ακόμα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού, συμπεριλαμβανομένου του Τσεν, που κάθονταν σε καρέκλες με ψηλή ράχη μπροστά στο τζάκι, με ποτήρια στα χέρια και γκριζογάλανο καπνό να στεφανώνει τα κεφάλια τους. Αυτή τη φορά, κανένας δεν έπαιζε στους άβακες των λίθων και τα βιβλία του Μπραν αναπαύονταν οίο ράφι, απέναντι από το τζάκι. Οι άνδρες δεν μιλούσαν καν και κοίταζα ν σιωπηλά τη μπύρα τους, ή χτυπούσαν ανυπόμονα τις πίπες τους στα δόντια τους, περιμένοντας τον Ταμ και τον Μπραν να έρθουν.

Αυτές τις μέρες, η ανησυχία δεν ήταν σπάνιο συναίσθημα στο Συμβούλιο του Χωριού, σίγουρα όχι στο Πεδίο του Έμοντ και πιθανότατα ούτε στο Λόφο της Σκοπιάς, ή στο Ντέβεν Ράιντ. Ή ακόμα και στο Τάρεν Φέρυ, αν και ποιος άραγε ήξερε τι γνώμη είχε, στ’ αλήθεια, ο κόσμος στο Τάρεν Φέρυ για οτιδήποτε;

Μόνο δυο από τους άνδρες που κάθονταν μπροστά στο τζάκι, ο σιδεράς, ο Χάραλ Λούχαν και ο μυλωνάς, ο Τζον Θέην, καταδέχθηκαν να ρίξουν μια ματιά στα αγόρια όταν μπήκαν. Ο αφέντης Λούχαν, όμως, δεν περιορίστηκε στο να τους κοιτάξει. Τα μπράτσα του σιδερά ήταν χοντρά, σαν πόδια συνηθισμένου άνδρα, γεμάτα βαριούς μύες και φορούσε ακόμα τη μακριά πέτσινη ποδιά του, σαν να είχε έρθει βιαστικά στη συνάντηση από το σιδηρουργείο του. Ο Λούχαν τους κοίταξε κατσούφικα κι ύστερα ίσιωσε το κορμί του στην καρέκλα του και ξανάρχισε να πατά επιτηδευμένα, με το μεγάλο αντίχειρα του, τον καπνό στην πίπα του.

Ο Ραντ, νιώθοντας περιέργεια, βράδυνε το βήμα του και ύστερα μόλις που κατάφερε να πνίξει μια κραυγή, όταν ο Ματ τον κλώτσησε στο καλάμι. Ο φίλος του έκανε επίμονα νόημα προς την πόρτα, στην πίσω πλευρά της κοινής αίθουσας και προχώρησε βιαστικά, δίχως να τον περιμένει. Ο Ραντ, κουτσαίνοντας ελαφρά, τον ακολούθησε, αλλά όχι τόσο γρήγορα.

“Τι ήταν πάλι αυτό;” απαίτησε να μάθει, μόλις βρέθηκε στο Χολ που έβγαζε στην κουζίνα. “Λίγο έλειψε να μου σπάσεις το—”

“Είναι ο γερο-Λούχαν”, είπε ο Ματ, κρυφοκοιτάζοντας την κοινή αίθουσα, πάνω από τον ώμο του Ραντ. “Νομίζω υποψιάζεται πως εγώ ήμουν αυτός που-” Σταμάτησε απότομα, όταν η κυρά αλ’Βερ βγήκε φουριόζα από την κουζίνα, με προπομπό την ευωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.

Στο δίσκο που κρατούσε στα χέρια της υπήρχαν τα τραγανά καρβέλια για τα οποία ήταν διάσημη στο Πεδίο του Έμοντ, όπως επίσης και πιάτα με τουρσί και τυρί. Το φαγητό θύμισε ξαφνικά στον Ραντ ότι είχε φάει μόνο μια κόρα ψωμί πριν φύγει από το αγρόκτημα, νωρίτερα το πρωί. Το στομάχι του γουργούρισε ξεδιάντροπα.

Η κυρά αλ’Βερ, μια λεπτή γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά της πλεγμένα σε μια χοντρή πλεξούδα ριγμένη πάνω στον ώμο της, χαμογέλασε μητρικά και στους δυο. “Έχει κι άλλο φαγητό στην κουζίνα, αν πεινάτε, και δεν έχω δει παιδιά της ηλικίας σας που να μην πεινάνε. Ή οποιασδήποτε άλλης ηλικίας, εδώ που τα λέμε. Αν προτιμάτε, σήμερα ψήνω μελόπιτες”.

Ήταν μια από τις λίγες παντρεμένες γυναίκες της περιοχής που ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να προξενέψει τον Ταμ. Μπροστά στον Ραντ η μητρική συμπεριφορά της εκδηλωνόταν μόνο με γλυκά χαμόγελα και φιλέματα, όταν ερχόταν στο πανδοχείο, αλλά το ίδιο έκανε και για όλους τους νεαρούς της περιοχής. Αν τον κοίταζε καμιά φορά με ύφος, σαν να ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω, τουλάχιστον δεν προχωρούσε πέρα από μερικά βλέμματα και γι’ αυτό ο Ραντ της ήταν βαθύτατα ευγνώμων.

Χωρίς να περιμένει την απάντησή τους, εισέβαλε στην κοινή αίθουσα. Αμέσως ακούστηκε ο ήχος από καρέκλες που έξυναν το πάτωμα, καθώς οι άνδρες σηκώνονταν όρθιοι και επιφωνήματα για τη μυρωδιά του ψωμιού. Ήταν, δίχως αμφιβολία, η καλύτερη μαγείρισσα στο Πεδίο του Έμοντ, και όλοι οι άνδρες της περιοχής εκμεταλλεύονταν με ενθουσιασμό την ευκαιρία να καθίσουν στο τραπέζι της. “Μελόπιτες”, είπε ο Ματ, γλείφοντας τα χείλη. “Μετά”, του είπε αποφασιστικά ο Ραντ, “αλλιώς δεν τελειώνουμε ούτε αύριο”.