Κοίταξε με καημό το αγρόκτημα που περνούσαν. Ένας άνδρας περιπολούσε στους φράχτες μαζί με δύο σκυλιά, που γρύλιζαν και τέντωναν τα λουριά τους. Οι άνθρωποι του χωριού στέκονταν σε μικρές ομάδες, μιλώντας αναμεταξύ τους, παρακολουθώντας το ανθρώπινο ποτάμι που περνούσε. Τα πρόσωπά τους δεν ήταν πιο φιλικά από τα πρόσωπα των αγροτών, των αμαξάδων, των Φρουρών της Βασίλισσας. Τόσοι ξένοι που πήγαιναν να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα. Ανόητοι, που δεν καταλάβαιναν πως θα ήταν καλύτερο να έμεναν στον τόπο τους. Μπορεί να ήταν ακόμα και οπαδοί του ψεύτικου Δράκοντα. Μπορεί ακόμα και Σκοτεινόφιλοι. Αν υπήρχε διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο.
Όπως πλησίαζε το βραδάκι, το ποτάμι άρχισε να αραιώνει στο δεύτερο χωριό. Οι λιγοστοί που είχαν λεφτά χώθηκαν στο πανδοχείο, αν και υπήρχαν κάποιες διαφωνίες για το αν θα έπρεπε να τους επιτραπεί η είσοδος· άλλοι έψαχναν για φράχτες από θάμνους, ή χωράφια δίχως σκυλιά. Όταν πια σουρούπωσε, ο Ραντ και ο Ματ είχαν όλο το Δρόμο του Κάεμλυν στη διάθεσή τους. Ο Ματ είπε ότι έπρεπε να βρουν καμιά θημωνιά, αλλά ο Ραντ επέμεινε να συνεχίσουν.
“Όσο ακόμα βλέπουμε το δρόμο”, είπε. “Όσο πιο μακριά φτάσουμε πριν σταματήσουμε, τόσο πω μπροστά θα είμαστε”. Αν σε κυνηγούν. Γιατί να σε κυνηγούν, αφού πάντα περίμεναν να πας εσύ σ’ αυτούς;
Το επιχείρημα έπεισε τον Ματ. Τάχυνε το βήμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο του. Ο Ραντ έτρεξε για να τον προφτάσει.
Η νύχτα βάρυνε και την απάλυνε μονάχα το αμυδρό φεγγαρόφωτο. Το ξέσπασμα ενεργητικότητας του Ματ χάθηκε και ξανάπιασε τα παράπονα. Πονεμένοι κόμποι σχηματίστηκαν στους αστραγάλους του Ραντ. Σκέφτηκε πως του είχε τύχει να περπατήσει περισσότερο, όταν είχαν δουλειές στο αγρόκτημα με τον Ταμ, αλλά, όσο κι αν το επαναλάμβανε, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτριξε τα δόντια, αγνόησε τους πόνους και αρνήθηκε να σταματήσει.
Με τον Ματ να παραπονιέται, με την προσοχή του εστιασμένη στο επόμενο βήμα, έφτασαν στο χωριό και μόνο τότε είδαν τα φώτα. Σταμάτησε παραπαίοντας και τότε συνειδητοποίησε ένα κάψιμο που ένιωθε, από τις πατούσες ως ψηλά στους μηρούς του. Του φαινόταν πως είχε βγάλει φουσκάλα στο δεξί του πόδι.
Στη θέα των φώτων του χωριού, ο Ματ σωριάστηκε στα γόνατα μ’ ένα βογκητό. “Να σταματήσουμε τώρα;” είπε λαχανιασμένα. “Ή μήπως θέλεις να βρούμε πανδοχείο και να βγάλουμε ταμπέλα για τους Σκοτεινόφιλους; Ή για κάναν Ξέθωρο”.
“Στην άλλη πλευρά ταυ χωριού”, απάντησε ο Ματ, κοιτάζοντας τα φώτα. Από αυτή την απόσταση, στο σκοτάδι, θα μπορούσε να ήταν το Πεδίο του Έμοντ. Τι μας περιμένει εκεί; “Άλλο ένα μίλι, τόσο μόνο”.
“Μόνο! Δεν περπατώ ούτε απλωσιά!”
Ο Ραντ ένιωθε ότι τα πόδια του είχαν πάρει φωτιά, αλλά βίασε τον εαυτό του να κάνει άλλο ένα βήμα και μετά ακόμα ένα. Δεν ήταν πιο εύκολο, αλλά συνέχισε, προχωρώντας σιγά-σιγά. Πριν κάνει δέκα βήματα, άκουσε τον Ματ να τον ακολουθεί τρεκλίζοντας, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Του φάνηκε πως ήταν καλύτερα που δεν άκουγε αυτά που έλεγε ο Ματ.
Ήταν αργά και οι δρόμοι του χωριού ήταν άδειοι, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν φως σε ένα τουλάχιστον παράθυρο. Το πανδοχείο στο κέντρο του χωριού ήταν κατάφωτο, κυκλωμένο από μια χρυσή λιμνούλα, που έδιωχνε το σκοτάδι. Μουσική και γέλια έρχονταν από το κτίριο κι ακούγονταν πνιγμένα μέσα από τους χοντρούς τοίχους. Η ταμπέλα πάνω από την πόρτα έτριζε στον άνεμο. Στη γωνιά του πανδοχείου που ήταν πιο κοντά τους, ένα κάρο κι ένα άλογο στέκονταν στο Δρόμο του Κάεμλυν κι ένας άνδρας κοίταζε την ιπποσκευή. Δύο άνδρες στέκονταν στην πιο μακρινή άκρη του κτιρίου, ακριβώς εκεί που έφτανε το φως.
Ο Ραντ στάθηκε στις σκιές πλάι σ’ ένα σκοτεινό σπίτι. Ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να ψάξει για άλλο δρόμο γύρω. Δεν θα ήταν κακό να αναπαυόταν ένα λεπτό. Μονάχα ένα λεπτό. Μόνο μέχρι να φύγουν οι άνδρες. Ο Ματ ακούμπησε στον τοίχο με ίνα στεναγμό ευγνωμοσύνης, γέρνοντας, σαν να σκόπευε να κοιμηθεί ακριβώς εκεί πέρα.
Οι δύο άνδρες στην άκρη της σκιάς είχαν κάτι που έκανε τον Ραντ να νιώσει ανησυχία. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει κάτι συγκεκριμένο, αλλά συνειδητοποίησε πως και ο άνδρας στο κάρο ένιωθε το ίδιο. Έφτασε στην άκρη του λουριού που κοίταζε; έστρωσε τη στομίδα του χαλινού στο στόμα του αλόγου και μετά πήγε πίσω και ξανάρχισε από την αρχή. Όση ώρα δούλευε έσκυβε το κεφάλι συνεχώς, με το βλέμμα στη δουλειά του, μακριά από τους άλλους άνδρες. Μπορεί απλώς να μην τους είχε αντιληφθεί, αν και απείχαν, το πολύ δέκα πέντε μέτρα, όμως άλλα έλεγαν οι μουδιασμένες κινήσεις του και ο άβολος τρόπος που έστριβε, μερικές φορές, για να μην τους βλέπει κατευθείαν.