Ένας από τους δύο άνδρες ήταν μονάχα μια μαύρη σκιά, όμως ο άλλος στεκόταν πιο μέσα στο φως, με την πλάτη στον Ραντ. Ακόμα κι έτσι, ήταν φανερό ότι δεν απολάμβανε τη συζήτησή τους. Έτριβε τα χέρια και κοίταζε το χώμα, κάποιες φορές ένευε απότομα για κάτι που έλεγε ο άλλος. Ο Ραντ δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα, αλλά είχε την εντύπωση πως μιλούσε μόνο ο άνδρας στις σκιές· ο νευρικός απλώς άκουγε και ένευε και έτριβε τα χέρια ταραγμένα.
Τελικά, εκείνος που τον τύλιγε το σκοτάδι γύρισε από την άλλη και ο νευρικός ξαναμπήκε στο φως. Παρά την ψύχρα, σκούπιζε το πρόσωπό του με τη μακριά ποδιά που φορούσε, σαν να ήταν λουσμένος στον ιδρώτα.
Ο Ραντ, με το δέρμα του να τον τρώει, παρακολούθησε τη μορφή που προχωρούσε στη νύχτα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά η ανησυχία του έμοιαζε να πηγάζει από αυτόν. Ένιωθε κάτι σαν φαγούρα στο σβέρκο και οι τρίχες των χεριών του σάλευαν, σαν να είχε συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι κάτι του είχε στήσει καρτέρι. Κούνησε απότομα το κεφάλι και έτριψε τα χέρια με δύναμη. Χάζεψες κι εσύ σαν τον Ματ, ε;
Εκείνη τη στιγμή, η μορφή πέρασε πλάι από τη λιμνούλα του φωτός που χυνόταν από ένα παράθυρο ―ακριβώς στο χείλος της — και ο Ραντ ένιωσε ανατριχίλα. Η ταμπέλα του πανδοχείου έκανε κρικ-κρικ-κρικ στον αέρα, αλλά ο σκοτεινός μανδύας δεν σάλεψε.
“Ξέθωρος”, ψιθύρισε, και ο Ματ πετάχτηκε όρθιος σαν να είχε φωνάξει.
“Τι;—”
Ο Ραντ έκλεισε με το χέρι το στόμα του Ματ. “Ήσυχα”. Η σκοτεινή μορφή είχε χαθεί στο σκοτάδι. Πού; “Τώρα έφυγε. Νομίζω. Ελπίζω”. Τράβηξε το χέρι του. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε από τον Ματ ήταν μια μακρόσυρτη ανάσα.
Ο νευρικός είχε φτάσει, σχεδόν, στην πόρτα του πανδοχείου. Σταμάτησε και έσιαξε την ποδιά του. Ήταν ολοφάνερο ότι προσπαθούσε να βρει την ψυχραιμία του, πριν μπει μέσα.
“Παράξενοι οι φίλοι σου, Ράιμουν Χόλντγουιν”, είπε ξαφνικά ο άνδρας από το κάρο. Ήταν φωνή ηλικιωμένου, δυνατή όμως. Όρθωσε το κορμί του, κούνησε το κεφάλι. “Παράξενοι φίλοι στο σκοτάδι για πανδοχέα”.
Ο νευρικός τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του, σαν να έβλεπε μόλις εκείνη τη στιγμή το κάρο και τον άλλο άνδρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, έπειτα ρώτησε με έντονο ύφος, “Και τι θες να πεις μ’ αυτό, Άλμεν Μπουντ;”
“Αυτό που είπα, Χόλντγουιν. Παράξενοι φίλοι. Δεν είναι από δω, ε; Πολλοί αλλόκοτοι άνθρωποι περνούν από δω τις τελευταίες βδομάδες. Πάρα πολλοί”.
“Μιλάς και του λόγου σου”. Ο Χόλντγουιν λοξοκοίταξε τον άνδρα πλάι στο κάρο. “Ξέρω πολύ κόσμο, ακόμα και ανθρώπους από το Κάεμλυν. Όχι σαν και σένα, κλεισμένος ολομόναχος εκεί στο αγρόκτημά σου”. Κοντοστάθηκε, έπειτα συνέχισε, σαν να του είχε περάσει από το νου ότι έπρεπε να δώσει κι άλλες εξηγήσεις. “Είναι από τους Τέσσερις Βασιλιάδες. Ψάχνει για δυο κλέφτες. Νεαρούς. Του έκλεψαν ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού”.
Ο Ραντ ένιωσε να του πιάνεται η ανάσα, όταν άκουσε να λέει για τους Τέσσερις Βασιλιάδες. Όταν αναφέρθηκε το σπαθί, έριξε μια ματιά στον Ματ. Ο φίλος του είχε κολλήσει με την πλάτη στον τοίχο και ατένιζε το σκοτάδι με τα μάτια ορθάνοιχτα, τόσο που έμοιαζαν να έχουν μόνο ασπράδι. Ο Ραντ ήθελε κι αυτός να κοιτάξει το σκοτάδι ―ο Ημιάνθρωπος μπορεί να ήταν οπουδήποτε- αλλά το βλέμμα του ξαναπήγε στους δύο άνδρες μπροστά στο πανδοχείο.
“Σπαθί με το σημάδι του ερωδιού!” αναφώνησε ο Μπουντ. “Δεν είναι παράξενο που το γυρεύει πίσω”.
Ο Χόλντγουιν ένευσε. “Κι αυτούς μαζί. Ο φίλος μου είναι πλούσιος άνθρωπος, είναι... είναι έμπορος και αυτοί οι δυο ξεσηκώνουν τους εργάτες του. Λένε ιστορίες και τους αναστατώνουν. Είναι Σκοτεινόφιλοι, είναι κι οπαδοί του Λογκαίν”.
“Σκοτεινόφιλοι και οπαδοί του ψεύτικου Δράκοντα; Και από πάνω λένε -παλαβές ιστορίες; Παντού χωμένοι αυτοί οι νεαροί. Είπες ότι ήταν νεαροί;” Η φωνή του Μπουντ έκρυβε γέλιο, αλλά ο πανδοχέας δεν φάνηκε να το προσέχει.
“Ναι. Ακόμα δεν έκλεισαν τα είκοσι. Υπάρχει αμοιβή για τους δυο τους, εκατό κορώνες σε χρυσό”. Ο Χολντγουιν δίστασε, έπειτα Πρόσθεσε, “Έχουν γλώσσα που στάζει φαρμάκι, αυτοί οι δύο. Το Φως μόνο ξέρει τι ιστορίες θα λένε, προσπαθώντας να στρέψουν τους ανθρώπους τον ένα ενάντια στον άλλο. Κι είναι επικίνδυνοι, αν και δεν τους φαίνεται. Άγριοι. Καλύτερα να μην πας κοντά, αν τύχει και τους δεις. Δύο νεαροί, ο ένας με σπαθί, που κοιτάζουν πάνω από τον ώμο τους. Αν είναι οι σωστοί, ο.. ο φίλος μου θα τους μαζέψει, όταν βρεθούν”.
“Μιλάς σαν να ξέρας με τι μοιάζουν”.
“Θα τους καταλάβω, όταν τους δω”, είπε ο Χόλντγουιν με σιγουριά. “Κοίτα μόνο να μην τα βάλεις μόνος σου μαζί τους. Δεν χρειάζεται να πάθει κανείς τίποτα. Έλα να μου πεις αν τους δεις. Θα ασχοληθεί μαζί τους ο.. φίλος μου. Εκατό κορώνες για τους δύο, αλλά θέλει και τους δυο”.