Выбрать главу

“Εκατό κορώνες για τους δυο”, έκανε συλλογισμένα ο Μπουντ. “Πόσο για το σπαθί, που το γυρεύει τόσο πολύ;”

Ο Χόλντγουιν ξαφνικά έδειξε να καταλαβαίνει πως ο άλλος τον κορόιδευε. “Δεν ξέρω γιατί κάθομαι και σου μιλάω”, είπε απότομα. “Δεν λες να παρατήσεις τη χαζή ιδέα που σου καρφώθηκε στο μυαλό”.

“Δεν είναι χαζή ιδέα”, απάντησε γαλήνια ο Μπουντ. “Μπορεί να μην ξαναφανεί άλλος ψεύτικος Δράκοντας πριν πεθάνω —μακάρι, Φως μου!- και στην ηλικία μου δεν θέλω να τρώω τη σκόνη κανενός εμπόρου, μέχρι να φτάσω στο Κάεμλυν. Θα είμαι μονάχος μου στο δρόμο και θα βρεθώ στο Κάεμλυν αύριο, νωρίς με την αυγή”.

“Μονάχος σου;” Η φωνή του πανδοχέα είχε ένα απαίσιο τρέμουλο. “Δεν ξέρεις τι μπορεί να τριγυρνά στη νύχτα, Άλμεν Μπουντ. Ολομόναχος στο δρόμο, μέσα στο σκοτάδι. Ακόμα και να σ’ ακούσει κανείς να ουρλιάζεις, δεν θα ξεσυρτώσει την πόρτα να σε βοηθήσει. Αυτό τον καιρό δεν σε βοηθά κανένας, ούτε ο γείτονάς σου”.

Τίποτα απ’ αυτά δεν φάνηκε να πτοεί τον γέρο αγρότη· απάντησε εξίσου ήρεμα όπως και πριν. “Αν οι Φρουροί της Βασίλισσας δεν μπορούν να κρατήσουν το δρόμο ασφαλή, τόσο κοντά στο Κάεμλυν, τότε όλοι κινδυνεύουμε, ακόμα και στα κρεβάτια μας. Αν θες τη γνώμη μου, κάτι που μπορούν να κάνουν οι Φρουροί για να καθαρίσουν τους δρόμους είναι να ρίξουν τον φίλο σου στο μπουντρούμι. Τι θέλει και σέρνεται στα σκοτεινά και φοβάται να τον δουν οι άλλοι; Μην μου λες ότι πάει για καλό”.

“Φοβάται;” αναφώνησε ο Χόλντγουιν. “Γέρο βλάκα, αν ήξερες— ” Σταμάτησε απότομα να μιλά και ρίγησε σύγκορμος. “Τι θέλω και χάνω την ώρα μου μαζί σου. Άντε φεύγα! Κλείνεις το μαγαζί μου”. Η πόρτα του πανδοχείου βρόντηξε πίσω του.

Ο Μπουντ, μουρμουρίζοντας, πιάστηκε από την άκρη της θέσης και πάτησε στην πλήμνη.

Ο Ραντ δίστασε μόνο για μια στιγμή. Ο Ματ τον έπιασε από το μπράτσο, καθώς ξεκινούσε.

“Σου ’στριψε, Ραντ; Σίγουρα θα μας αναγνωρίσει!”

“Προτιμάς να μείνεις εδώ; Με τον Ξέθωρο να τριγυρνά; Ως πού λες να φτάσουμε περπατώντας, πριν να μας βρει;” Προσπάθησε να μη σκεφτεί ως πού θα έφταναν με το κάρο, αν τους έβρισκε. Τίναξε το χέρι του Ματ από πάνω του και έτρεξε. Πρόσεξε να έχει το μανδύα του κλειστό, για να κρύβει το σπαθί. Με τον άνεμο και το κρύο, αυτό ήταν φυσιολογικό.

“Κατά λάθος άκουσα ότι πας στο Κάεμλυν”, είπε.

Ο Μπουντ ξαφνιάστηκε και τράβηξε αμέσως το πολεμικό ραβδί του από το κάρο. Το τραχύ πρόσωπό του διέθετε πλήθος ουλές και τα μισά δόντια του έλειπαν, αλλά τα ροζιασμένα χέρια του κρατούσαν το ραβδί έτοιμο. Μετά από ένα λεπτό χαμήλωσε τη μια άκρη του ραβδιού στο χώμα και έγειρε πάνω του. “Εσείς οι δυο λοιπόν πάτε στο Κάεμλυν. Για να δείτε τον Δράκοντα, ε;”

Ο Ραντ δεν είχε καταλάβει πως ο Ματ τον είχε ακολουθήσει. Ο Ματ όμως κρατούσε αρκετή απόσταση, ήταν μακριά από το φως και παρακολουθούσε το πανδοχείο, τον γέρο και το σκοτάδι με την ίδια καχυποψία.

“Τον ψεύτικο Δράκοντα”, είπε με έμφαση ο Ραντ.

Ο Μπουντ ένευσε. “Φυσικά. Φυσικά”. Κοίταξε λοξά το πανδοχείο κι έπειτα έχωσε απότομα το ραβδί του κάτω από τη θέση του κάρου. “Αν θέλετε να σας πάρω, ανεβείτε. Πολύ χασομέρησα”. Ήδη ανέβαινε στη θέση του.

Ο Ραντ σκαρφάλωσε στην καρότσα, ενώ ο αγρότης τίναζε τα γκέμια. Ο Ματ έτρεξε να τους προφτάσει, καθώς το κάρο ξεκινούσε. Ο Ραντ τον έπιασε από τα μπράτσα και τον τράβηξε πάνω.

Το χωριό γρήγορα χάθηκε στη νύχτα, με το ρυθμό που έδινε ο Μπουντ . Ο Ραντ ξάπλωσε στις γυμνές σανίδες, παλεύοντας με το τρίξιμο των τροχών, που ήθελε να τον αποκοιμίσει. Ο Ματ έπνιγε τα χασμουρητά του με τη γροθιά του και κοίταζε επιφυλακτικά την περιοχή. Πυκνό σκοτάδι σκέπαζε τα χωράφια και τα αγροκτήματα, γεμάτο πιτσιλιές από τα φώτα των σπιτιών. Τα φώτα έμοιαζαν απόμακρα, έμοιαζαν να αγωνίζονται μάταια με τη νύχτα. Ακούστηκε το κάλεσμα μιας κουκουβάγιας, η κραυγή μιας μοιρολογίστρας και ο άνεμος βόγκηξε, σαν χαμένες ψυχές στη Σκιά.

Μπορεί να είναι παντού, σκέφτηκε ο Ραντ.

Κι ο Μπουντ, επίσης, έμοιαζε σαν να τον πλάκωνε η νύχτα, επειδή ξαφνικά μίλησε. “Ξαναπήγατε άλλοτε στο Κάεμλυν;” Γέλασε πνιχτά. “Δεν πιστεύω. Πού να το δείτε. Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο. Έχω ακούσει για το Ίλιαν και το Έμπου Νταρ και το Δάκρυ ―όλο και κάποιος χαζός θα έρθει να σου πει πως κάτι είναι μεγαλύτερο και καλύτερο, επειδή είναι κάπου πέρα από τον ορίζοντα- αλλά εγώ νομίζω ότι το Κάεμλυν είναι η ’λαμπρότερη που υπάρχει. Λαμπρότερη δεν γίνεται. Όχι, δεν γίνεται. Εκτός, βέβαια, αν η Βασίλισσα Μοργκέις! που το Φως να τη φωτίζει, ξεφορτωθεί εκείνη τη μάγισσα της Ταρ Βάλον”.

Ο Ραντ ξάπλωνε ανάσκελα, με το κεφάλι στην τυλιγμένη κουβέρτα πάνω στο δέμα του Θομ, χαζεύοντας τη νύχτα, αφήνοντας τη φωνή του αγρότη να πέφτει πάνω του σαν κύμα. Η ανθρώπινη φωνή έδιωχνε το σκοτάδι και ησύχαζε το θρηνητικό άνεμο. Γύρισε για να κοιτάξει τη μαύρη μορφή του Μπουντ. “Εννοείς μια Άες Σεντάι;”