Ο Ραντ πάλεψε με τον ύπνο που ζητούσε το κορμί του, αλλά τα ρυθμικά τριξίματα και το λίκνισμα του κάρου τον νανούρισαν και τον παρέσυρε σ’ βόμβος της φωνής του Μπουντ. Ονειρεύτηκε τον Ταμ. Στην αρχή, ήταν στο μεγάλο δρύινο τραπέζι, στην αγροικία τους, έπιναν τσάι και ο Ταμ του έλεγε για Πρίγκιπες Συνοδούς και Κόρες-Διαδόχους και το Δρακότειχος και Αελίτες με μαύρο πέπλο. Το σπαθί με το σημάδι του ερωδιού ήταν στο τραπέζι ανάμεσά τους, αλλά κανείς τους δεν το κοίταζε. Ξαφνικά, βρέθηκε στο Δυτικό Δάσος, τραβώντας το αυτοσχέδιο φορείο στη νύχτα κάτω από το λαμπρό φεγγάρι. Όταν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, στο φορείο ήταν ο Θομ, όχι ο πατέρας του, και καθόταν σταυροπόδι, παίζοντας με τα μπαλάκια στο φεγγαρόφωτο.
“Η Βασίλισσα είναι παντρεμένη με τη γη”, έλεγε ο Θομ, καθώς πολύχρωμα μπαλάκια χόρευαν σε κύκλο, “αλλά ο Δράκοντας... ο Δράκοντας είναι ένα με τη γη και η γη είναι ένα με τον Δράκοντα”.
Ο Ραντ είδε έναν Ξέθωρο να έρχεται από πέρα, με το μαύρο μανδύα του ασάλευτο στον άνεμο και το άλογο να προχωρά σιωπηλό, σαν φάντασμα ανάμεσα στα δέντρα. Δύο κομμένα κεφάλια κρέμονταν από τη σέλα του Μυρντράαλ, στάζοντας αίμα, που κυλούσε σαν σκούρο ποταμάκι στον κατάμαυρο ώμο του αλόγου του. Ήταν τα κεφάλια του Λαν και της Μουαραίν, με τα πρόσωπα παραμορφωμένα από γκριμάτσες πόνου. Ο Ξέθωρος έσερνε πίσω μια χούφτα σχοινιά, καθώς προχωρούσε. Κάθε σχοινί έφτανε στους δεμένους καρπούς κάποιου απ’ αυτούς που έτρεχαν πίσω από τις άηχες οπλές, με πρόσωπα όλο απόγνωση. Ο Ματ και ο Πέριν. Και η Εγκουέν.
“Όχι αυτήν!” φώναξε ο Ραντ. “Που να σε κάψει το Φως, εμένα θες, όχι αυτήν!”
Ο Ημιάνθρωπος έκανε μια χειρονομία και φλόγες τύλιξαν την Εγκουέν. Η σάρκα έγινε στάχτες, τα κόκαλα μαύρισαν και έπεσαν σαν σκόνη.
“Ο Δράκοντας είναι ένα με τη γη”, είπε ο Θομ, που ακόμα έπαιζε αμέριμνος με τα μπαλάκια, “και η γη είναι ένα με τον Δράκοντα”.
Ο Ραντ ούρλιαξε... και άνοιξε τα μάτια.
Το κάρο προχωρούσε τρίζοντας στο Δρόμο του Κάεμλυν, μέσα στη νύχτα και τη γλύκα των άχυρων που δεν υπήρχαν πια και την αχνή μυρωδιά του αλόγου. Μια μορφή πιο μαύρη κι από τη νύχτα καθόταν στο στέρνο του και μάτια πιο μαύρα από το θάνατο κοίταζαν τα δικά του.
“Είσαι δικός μου”, είπε το κοράκι και το κοφτερό ράμφος τρύπησε το μάτι του. Ο Ραντ ούρλιαξε, καθώς το κοράκι τραβούσε το μάτι από το κεφάλι του.
Ανακάθισε με μια κραυγή που έγδαρε το λαιμό του και σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπο.
Το εωθινό φως έλουζε το κάρο. Ζαλισμένος, κοίταξε τα χέρια του. Δεν υπήρχε αίμα. Δεν υπήρχε πόνος. Το άλλο όνειρο χάθηκε, μα αυτό... Ψηλάφισε προσεκτικά το πρόσωπό του και ανατρίχιασε.
“Τουλάχιστον...” Ο Ματ χασμουρήθηκε, ανοίγοντας το στόμα διάπλατα. “Τουλάχιστον κοιμήθηκες λιγάκι”. Τα τσιμπλιασμένα μάτια του δεν έκρυβαν πολλή συμπόνια. Ήταν κουκουλωμένος με το μανδύα του, με το ρολό της κουβέρτας του διπλωμένο κάτω από το κεφάλι του. “Όλη νύχτα μιλούσε, που να πάρει”.
“Ξύπνησες για τα καλά;” είπε ο Μπουντ από τη θέση του οδηγού. “Με τρόμαξες μ’ αυτή την τσιρίδα Λοιπόν, φτάσαμε”. Έδειξε μπροστά με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία “Το Κάεμλυν, η πιο λαμπρή πάλη στον κόσμο”.
35
Κάεμλυν
Ο Ραντ στριφογύρισε και γονάτισε πλάι στη θέση του οδηγού. Δεν κρατήθηκε και γέλασε με ανακούφιση. “Τα καταφέραμε, Ματ! Στο είπα ότι θα τα...”
Οι λέξεις έσβησαν στο στόμα του, όταν η ματιά του έπεσε στο Κάεμλυν. Μετά το Μπάερλον, ακόμα πιο πολύ μετά τα ερείπια της Σαντάρ Λογκόθ, πίστευε πως ήξερε τι όψη θα είχε μια σπουδαία πόλη, αλλά αυτό.. αυτό δεν το χωρούσε ο νους του.
Έξω από το μεγάλο τείχος, συνωθούνταν κτίρια, σαν να είχε μαζέψει κάποιος όλα τα χωριά που είχαν περάσει ως εδώ και τα είχε ακουμπήσει δίπλα-δίπλα, κολλητά μεταξύ τους. Οι ψηλότεροι όροφοι των πανδοχείων έσκυβαν πάνω από κεραμιδένιες στέγες σπιτιών και κοντόχοντρες αποθήκες, πλατιές, δίχως παράθυρα, στριμώχνονταν δίπλα τους. Κόκκινα τούβλα και γκρίζες πέτρες και άσπρος γύψος, ανάκατα κι ανάμικτα, απλώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το Μπάερλον θα χανόταν εκεί χωρίς ν’ αφήσει ίχνος και η Ασπρογέφυρα θα βούλιαζε είκοσι φορές, δίχως να κάνει ούτε κύμα.
Και το τείχος καθ’ αυτό. Το απόκρημνο τείχος, ύψους είκοσι μέτρων, με ασημένιες και λευκές πινελιές, απλωνόταν, διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο, καμπυλώνοντας προς το βορρά και το νότο και ο Ραντ αναρωτήθηκε μέχρι πού έφτανε. Σ’ όλο του το μήκος υψωνόταν στρογγυλοί πύργοι, που πρόβαλλαν πάνω από το ίδιο το τείχος και στην κορυφή του καθενός κόκκινα και λευκά λάβαρα πετάριζαν στον μέρα. Από μέσα από το τείχος κρυφοκοίταζαν άλλοι πύργοι, λεπτοί πύργοι, ακόμα πιο ψηλοί από τους εξωτερικούς. Και θόλοι άστραφταν λευκοί και χρυσαφένιοι στον ήλιο. Χίλιες ιστορίες είχαν ζωγραφίσει πόλεις στο νου του, μεγάλες πόλεις βασιλιάδων και βασιλισσών, με θρόνους και δυνάμεις και θρύλους και το Κάεμλυν ταίριαξε σ’ αυτές τις εικόνες βαθιά στο νου του, όπως το νερό ταιριάζει στην κανάτα.