Το κάρο έτριξε, προχωρώντας στο φαρδύ δρόμο προς την πόλη, προς τις πύλες που τις πλαισίωναν πύργοι. Από κείνες τις πύλες έβγαιναν οι άμαξες ενός καραβανιού εμπόρων, κάτω από μια πέτρινη καμάρα που χωρούσε να περάσει γίγαντας, ή δέκα γίγαντες δίπλα-δίπλα. Στις δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν μαγαζιά δίχως τοίχους, με κόκκινες και μοβ κεραμιδοσκεπές που άστραφταν, με μαντριά και χωρίσματα για ζώα ανάμεσά τους. Τα μοσχαράκια μουγκάνιζαν, τα βόδια βοούσαν, οι χήνες ρέκαζαν, οι κότες κακάριζαν, οι κατσίκες βληχούσαν, τα πρόβατα βέλαζαν και οι άνθρωποι παζάρευαν με αγριοφωνάρες. Ένας τοίχος από θόρυβο έπεσε πάνω τους μετά τις πύλες του Κάεμλυν.
“Τι σας έλεγα;” Ο Μπουντ έπρεπε να φωνάζει δυνατά για να ακούγεται. “Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο. Την έφτιαξαν Ογκιρανοί, ξέρετε. Δηλαδή έφτιαξαν την Έσω Πόλη και το Παλάτι. Τόσο παλιό είναι το Κάεμλυν. Το Κάεμλυν, όπου η καλή μας Βασίλισσα Μοργκέις, που το Φως να τη φωτίζει, κάνει τους νόμους και κρατά την ειρήνη για το Άντορ. Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο”.
Ο Ραντ θα συμφωνούσε. Έχασκε με το στόμα ανοιχτό και ήθελε να κρύψει με τα χέρια τα αυτιά του για να μην ακούει το πανδαιμόνιο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος ανθρώπους, που συνωστιζόταν, όπως γινόταν με το Μπελ Τάιν στο Λιβάδι, στο Πεδίο του Έμοντ. Θυμήθηκε, που κάποτε σκεφτόταν πως ήταν απίστευτο το πλήθος στο Μπάερλον και, παραλίγο, θα έβαζε τα γέλια. Κοίταξε τον Ματ και χαμογέλασε. Ο Ματ είχε κρύψει τα αυτιά με τα χέρια του και οι ώμοι του ήταν καμπουριασμένοι, σαν να ήθελε να βάλει κι αυτούς από πάνω.
“Πώς θα κρυφτούμε εδώ πέρα;” ζήτησε να μάθει, όταν είδε ότι ο Ραντ τον κοίταζε. “Πώς να βρούμε ποιον να εμπιστευτούμε ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Τόσος κόσμος, που να πάρει. Φως μου, τι φασαρία!”
Ο Ραντ κοίταξε τον Μπουντ πριν απαντήσα. Ο αγρότης χάζευε την πόλη. Μέσα στον ορυμαγδό, ίσως να μην είχε ακούσει. Πάντως ο Ραντ μίλησε στο αυτί του Ματ. “Πώς θα μας βρουν σε τόσο κόσμο; Δεν καταλαβαίνεις, κοκορόμυαλε; Θα είμαστε ασφαλείς, αν βάλεις ποτέ χαλινάρι στη γλώσσα σου, που να πάρει!” Έδειξε με το χέρι του τα πάντα γύρω τους, τα μαγαζιά, τα τείχη της πόλης μπροστά τους. “Δες, Ματ! Τα πάντα μπορούν να συμβούν εδώ. Τα πάντα! Μπορεί να βρούμε ακόμα και τη Μουαραίν να μας περιμένει και την Εγκουέν, και τους άλλους”.
“Αν ζουν. Αν θες τη γνώμη μου, όλοι είναι πεθαμένοι, σαν τον Βάρδο”.
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Ραντ και τα μάτια του στράφηκαν στις πύλες που πλησίαζαν. Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν σε μια πόλη σαν το Κάεμλυν. Κράτησε πεισματικά αυτή τη σκέψη στο νου του.
Το άλογο δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο γρήγορα, όσο και να τίναζε τα γκέμια ο Μπουντ· όσο πλησίαζαν στις πύλες το πλήθος πύκνωνε, οι άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον, στριμώχνονταν στα κάρα και τις άμαξες που πήγαιναν μέσα. Ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας πως πολλοί ήταν νεαροί, πεζοί, γεμάτοι σκόνες, δίχως πολλά μπαγκάζια. Όποια κι αν ήταν η ηλικία τους, πολλοί από το πλήθος έδειχναν ότι είχαν ταξιδέψει αρκετά· τα κάρα ήταν ξεχαρβαλωμένα, τα άλογα κατάκοπα, τα ρούχα τσαλακωμένα από πολλές νύχτες ύπνου στην ύπαιθρο, τα μάπα κουρασμένα. Αυτά τα μάτια όμως, είτε ήταν κουρασμένα είτε όχι, ήταν καρφωμένα στις πύλες, λες και θα χανόταν η κούραση μόλις περνούσαν τα τείχη.
Πεντ’ έξι Φρουροί της Βασίλισσας στέκονταν στις πύλες. Οι Κοντοί κόκκινοι-και-λευκοί χιτώνες, με τις στιλβωμένες αρματωσιές από ελάσματα και αλισυδωτό πλέγμα, έκαναν έντονη αντίθεση με τον κόσμο που χυνόταν από την πέτρινη καμάρα. Με πλάτες ίσιες Ναι τα κεφάλια ψηλά, κοίταζαν τους νεοφερμένους με απέχθεια και επιφυλακτικότητα. Ήταν φανερό ότι θα προτιμούσαν να διώχνουν τους περισσότερους απ’ αυτούς που έμπαιναν. Δεν εμπόδιζαν κανέναν όμως, απλώς κρατούσαν ανοιχτό το δρόμο για όσους έβγαιναν από την πόλη και έβαζαν τις φωνές σε όσους βιάζονταν πολύ.
“Μείνετε στις θέσεις σας. Μην σπρώχνετε. Μην σπρώχνετε, που να σας τυφλώσει το Φως! Όλοι χωράνε, το Φως να μας βοηθά. Μείνετε στις θέσεις σας”.
Το κάρο του Μπουντ πέρασε τις πύλες με την αργή παλίρροια του πλήθους και μπήκε στο Κάεμλυν.