Выбрать главу

Η πύλη υψωνόταν σε χαμηλούς λόφους, σαν σε σκαλιά που ανέβαιναν προς το κέντρο. Άλλο ένα τείχος περικύκλωνε αυτό το κέντρο, αστραφτερό και κατάλευκο, περνώντας πάνω από τους λόφους. Μέσα του υπήρχαν κι άλλοι πύργοι και θόλοι, λευκοί και χρυσοί και πορφυροί και, έτσι ψηλά που στέκονταν στους λόφους, έμοιαζαν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού όλο το Κάεμλυν. Ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτή θα πρέπει να ήταν η Έσω Πόλη που έλεγε ο Μπουντ.

Ο Δρόμος του Κάεμλυν άλλαξε μόλις μπήκαν στην πόλη κι έγινε μία πλατιά λεωφόρος, που τη χώριζαν στη μέση πλατιές λωρίδες από χλόη και δέντρα Η χλόη είχε ένα καφετί χρώμα και τα κλαριά των δέντρων ήταν γυμνά, αλλά οι άνθρωποι προχωρούσαν, σαν να μην έβλεπαν τίποτα ασυνήθιστο, γελούσαν, μιλούσαν, τσακώνονταν, έκαναν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι. Σαν να μην είχαν ιδέα ότι φέτος δεν είχε έρθει άνοιξη και ίσως να μην ερχόταν καθόλου. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν έβλεπαν, είτε επειδή δεν μπορούσαν, είτε επειδή δεν ήθελαν. Δεν κοίταζαν τα άφυλλα κλαριά και περπατούσαν στη μαραμένη χλόη δίχως να κοιτάζουν κάτω. Ό,τι δεν έβλεπαν, μπορούσαν να το αγνοήσουν ό,τι δεν έβλεπαν, δεν υπήρχε.

Ο Ραντ, χάσκοντας μπροστά στην πόλη και τους ανθρώπους, ξαφνιάστηκε, όταν το κάρο έστριψε σε ένα πλαϊνό δρομάκι, στενότερο από τη λεωφόρο, που όμως ήταν διπλό στο φάρδος από όλους τους δρόμους στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Μπουντ σταμάτησε το άλογο και γύρισε να τους κοιτάξει διστακτικά. Εδώ η κυκλοφορία ήταν κάπως πιο αραιή· οι άνθρωποι περνούσαν γύρω από το κάρο δίχως να βραδύνουν το βήμα.

“Τι κρύβεις κάτω από το μανδύα σου, είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέει ο Χόλντγουιν;”

Ο Ραντ ετοιμαζόταν να ρίξει τα σακίδια στον ώμο του. Δεν βλεφάρισε καν. “Τι θες να πεις;” Κι η φωνή του ήταν σταθερή. Ένιωσε ξινίλα στο στομάχι, αλλά η φωνή του ήταν σταθερή.

Ο Ματ έπνιξε το χασμουρητό του με το ένα χέρι, όμως το άλλο χώθηκε στο παλτό του ―ο Ραντ ήξερε πως έσφιγγε το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ― και τα μάτια του κάτω από το κασκόλ είχαν ένα τραχύ, κυνηγημένο βλέμμα. Ο Μπουντ απέφυγε να κοιτάξει τον Ματ, σαν να ήξερε πως το κρυμμένο χέρι κρατούσε όπλο.

“Δεν εννοώ τίποτα. Κοίτα, τώρα, αφού άκουσες ότι ερχόμουν στο Κάεμλυν, ήσουν εκεί αρκετή ώρα και άκουσες και τα υπόλοιπα. Αν ήθελα την αμοιβή, θα έβρισκα μια αφορμή να μπω στη Χήνα και το Στέμμα, να μιλήσω στον Χόλντγουιν. Αλλά δεν μου αρέσει ο Χόλντγουιν και δεν μου αρέσει ο φίλος του, καθόλου μα καθόλου. Μου φαίνεται ότι πιο πολύ ψάχνει για σας παρά για... παρά για κάτι άλλο”.

“Δεν ξέρω τι θέλει”, είπε ο Ραντ. “Δεν τον έχουμε ξαναδεί”. Μπορεί να ήταν αλήθεια· δεν ξεχώριζε τον έναν Ξέθωρο από τον άλλον.

“Μάλιστα Το λοιπόν, όπως είπα, εγώ δεν ξέρω τίποτα και δεν θέλω να μάθω. Από μπελάδες στον κόσμο άλλο τίποτα, δεν χρειάζεται να ψάξω από πάνω”.

Ο Ματ αργούσε να μαζέψει τα πράγματά του και, μέχρι να κατέβει από το κάρο ο Ραντ, είχε βγει στο δρόμο. Ο Ραντ τον περίμενε ανυπόμονα. Ο Ματ ήρθε με άκαμπτες κινήσεις από το κάρο, με το τόξο και τη φαρέτρα και την κουβέρτα στην αγκαλιά του, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Κάτω από τα μάτια του υπήρχαν βαριές σκιές.

Το στομάχι του Ραντ γουργούρισε, και το πρόσωπό του μόρφασε. Με την πείνα που ένιωθε και τους ξινούς σπασμούς στα σπλάχνα του, φοβήθηκε πως θα έκανε εμετό. Ο Ματ τον κοίταζε με προσμονή. Προς τα πού πάμε; Τι κάνουμε τώρα;

Ο Μπουντ έγειρε και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Ραντ πήγε ελπίζοντας να ακούσει συμβουλές για το Κάεμλυν.

“Εγώ θα το έκρυβα...” Ο γέρος αγρότης κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω του επιφυλακτικά. Άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά από το κάρο, αλλά, με εξαίρεση κάποιες βρισιές, επειδή έκλεινε το δρόμο, κανένας δεν έδινε σημασία. “Μην το φοράς”, είπε, “κρύψε το, πούλα το. Χάρισέ το. Αυτή είναι η συμβουλή μου. Αυτό το πράγμα τραβά τα βλέμματα και μου φαίνεται πως δεν το θέλεις”.

Ίσιωσε το κορμί, έκανε έναν ξερό κρότο με τη γλώσσα για να ξεκινήσει το άλογό του και συνέχισε στο γεμάτο κόσμο δρόμο δίχως άλλη λέξη, δίχως να ρίξει μια ματιά πίσω. Ένα κάρο γεμάτο βαρέλια κύλησε προς το μέρος τους με δυνατές κλαγγές. Ο Ραντ πήδηξε για να το αποφύγει και, όταν ξανακοίταξε, ο Μπουντ και το κάρο του δεν φαίνονταν πια.

“Τι κάνουμε τώρα;” ζήτησε να μάθει ο Ματ. Έγλειψε τα χείλη, κοίταξε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά τον κόσμο που συνωθούνταν γύρω τους και τα κτίρια που ορθώνονταν, φτάνοντας ακόμα και σε ύψος πέντε ορόφων πάνω από το έδαφος. “Είμαστε στο Κάεμλυν, μα τι κάνουμε;” Λεν σκέπαζε πια τα αυτιά του, αλλά τα χέρια του συσπώνταν, σαν να ήθελε να τα ξανασκεπάσει. Μια βοή σκέπαζε την πόλη, ο χαμηλός, σταθερός βόμβος εκατοντάδων ανθρώπων που δούλευαν, χιλιάδων ανθρώπων που μιλούσαν. Ο Ραντ ένιωθε σαν να ήταν μέσα σε μια γιγαντιαία κυψέλη, που βούιζε συνεχώς. “Ακόμα κι αν είναι εδώ, Ραντ, πώς θα μπορέσομε να τους βρούμε μέσα σ’ όλα αυτά;”