Выбрать главу

“Η Μουαραίν θα μας βρει”, είπε ο Ραντ αργά. Η απεραντοσύνη της πόλης ήταν ένα βάρος στους ώμους του· ήθελε να ξεφύγα, να κρυφτεί από τους ανθρώπους και το θόρυβο. Παρά τα μαθήματα του Ταμ, του ξέφευγε το κενό και το βλέμμα του τραβούσε εκεί την πόλη. Αντίθετα, συγκεντρώθηκε σ’ ό,τι υπήρχε γύρω του, αγνόησε ό,τι βρισκόταν παραπέρα. Αν κοίταζε μόνο το δρόμο, του θύμιζε το Μπάερλον. Το Μπάερλον, το τελευταίο μέρος που πίστευαν όλοι πως ήταν ασφαλείς. Κανένας πια δεν είναι ασφαλής. Μπορεί να πέθαναν όλοι. Τι θα κάνεις τότε;

“Ζουν! Η Εγκουέν ζει!” είπε άγρια. Αρκετοί περαστικοί τον κοίταξαν παράξενα.

“Μπορεί”, είπε ο Ματ. “Μπορεί. Κι αν δεν μας βρει η Μουαραίν; Αν δεν μας βρει κανείς, εκτός από τον... τον...” Ανατρίχιασε, μην μπορώντας να το πει.

“Θα το σκεφτούμε όταν συμβεί”, είπε σταθερά στον Ματ. “Αν συμβεί”. Η χειρότερη περίπτωση θα ήταν να αναζητήσουν την Ελάιντα, την Άες Σεντάι στο Παλάτι. Ακόμα και η Ταρ Βάλον θα ήταν προτιμότερη. Δεν ήξερε αν ο Ματ θυμόταν αυτό που είχε πει ο Θομ για το Κόκκινο Άτζα —και το Μαύρο― αλλά ο ίδιος δεν το είχε βγάλει από το μυαλό του. Το στομάχι του πάλι τον σούβλισε, “Ο Θομ είπε να βρούμε ένα πανδοχείο που λέγεται Η Ευλογία της Βασίλισσας. Θα πάμε πρώτα εκεί”.

“Πώς; Δεν έχουμε λεφτά ούτε για ένα πιάτο φαΐ”.

“Τουλάχιστον είναι μια αρχή. Ο Θομ πίστευε πως εκεί θα βρούμε βοήθεια”.

“Δεν μπορώ να... Ραντ, είναι παντού”. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα στις πλάκες του δρόμου κι έδειξε σαν να προσπαθούσε να ζαρώσει, να ξεφύγει από τους ανθρώπους που ήταν ολόγυρά του. “Όπου κι αν πηγαίνουμε, εκείνοι είναι στο κατόπι μας, ή μας περιμένουν. Θα είναι και στην Ευλογία της Βασίλισσας. Δεν μπορώ.. Δεν... Τίποτα δεν σταματά τους Ξέθωρους”.

Ο Ραντ άρπαξε τον Ματ από το γιακά, προσπαθώντας να μην τρέμει το χέρι του. Χρειαζόταν τον Ματ. Μπορεί οι άλλοι να ήταν ζωντανοί —Φως μου, σε παρακαλώ!- αλλά εδώ, τώρα, υπήρχαν μόνο αυτός και ο Ματ. Η σκέψη πως θα συνέχιζε μόνος του... Ξεροκατάπιε, γεύτηκε χολή.

Έριξε μια γρήγορη ματιά ολόγυρά του. Κανένας δεν φαινόταν να έχει ακούσει τον Ματ, που είχε μιλήσει για Ξέθωρους· οι άνθρωποι προσπερνούσαν, απορροφημένοι στους δικούς τους μπελάδες. Πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Ματ. “Δεν φτάσαμε ως εδώ;” Ρώτησε, ψιθυρίζοντας βραχνά. “Ακόμα δεν μας έπιασαν. Μπορούμε να φτάσουμε ως το τέλος, αν δεν τα παρατήσουμε. Δεν θα σηκώσω τα χέρια να τους περιμένω, σαν πρόβατο για σφάξιμο. Δεν τα παρατάω! Λοιπόν; Θα κάτσεις εδώ μέχρι να πεθάνεις από την πείνα; Ή μέχρι να έρθουν μ’ ένα τσουβάλι για να σε αρπάξουν;”

Άφησε τον Ματ και απομακρύνθηκε. Τα νύχια του ήταν χωμένα στις παλάμες του, αλλά τα χέρια του ακόμα έτρεμαν. Σαφνικά, ο Ματ βρέθηκε να περπατά στο πλάι του, με το βλέμμα ακόμα χαμηλωμένο και ο Ραντ άφησε την ανάσα του να βγει αργά.

“Συγνώμη, Ραντ”, μουρμούρισε ο Ματ.

“Ξέχνα το”, είπε ο Ραντ.

Ο Ματ μόλις που σήκωνε τα μάτια, όσο για να μην πέφτει πάνω στον κόσμο, ενώ τα λόγια ξεχείλιζαν από μέσα του με άψυχη φωνή. “Όλο σκέφτομαι ότι δεν θα ξαναδώ το σπίτι μου ποτέ. Θέλω να πάω σπίτι. Γέλα, αν θες· δεν με νοιάζει. Και τι δεν θα ’δινα για να άκουγα τώρα τη μητέρα μου να μου τα ψάλλει για κάτι που έκανα. Είναι σαν βαρίδια στο μυαλό μου· καυτά βαρίδια. Ξένοι ολόγυρα, δεν ξέρω ποιον να εμπιστευτώ, αν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν. Φως μου, οι Δύο Ποταμοί είναι τόσο μακριά, λες και είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Είμαστε ολομόναχοι και ποτέ δεν θα πάμε σπίτι. Θα πεθάνουμε, Ραντ”.

“Ακόμα δεν πεθάναμε”, ανταπάντησε ο Ραντ. “Όλοι πεθαίνουν. Ο Τροχός γυρνά. Αλλά δεν θα κάτσω να το περιμένω με σταυρωμένα τα χέρια”.

“Μιλάς σαν τον αφέντη αλ’Βερ”, είπε βαριά ο Ματ, αλλά η φωνή του έδειχνε σαν να είχε αναθαρρέψει κάπως.

“Ωραία”, είπε ο Ραντ. “Ωραία”. Φως μου, ας είναι καλά οι άλλοι. Σε παρακαλώ, μην μας αφήσεις ολομόναχους.

Ζήτησε οδηγίες για να πάνε στην Ευλογία της Βασίλισσας. Οι απαντήσεις ποικίλλαν· μερικοί έβριζαν αυτούς που δεν κάθονταν στον τόπο τους, άλλοι σήκωναν τους ώμους και κοίταζαν με απορία. Μερικοί προσπερνούσαν, χωρίς καλά-καλά να ρίξουν μια ματιά.

Ένας άντρας με φαρδύ πρόσωπο, μεγαλόσωμος, σχεδόν όσο και ο Πέριν, έγειρε το κεφάλι και είπε, “Η Ευλογία της Βασίλισσας, ε; Είστε άνθρωποι της Βασίλισσας, χωριατόπαιδα;” Φορούσε καπέλο με πλατύ γείσο και άσπρη κονκάρδα και άσπρο περιβραχιόνιο στο μανίκι του μακριού παλτού του. “Πολύ αργά ήρθατε”.

Συνέχισε γελώντας τρανταχτά, ενώ ο Ραντ και ο Ματ κοιτάζονταν μπερδεμένοι. Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους- το Κάεμλυν ήταν γεμάτο παράξενο κόσμο, ανθρώπους που σαν αυτούς δεν είχε ξαναδεί ποτέ του.