Выбрать главу

Μερικοί ξεχώριζαν μέσα στο πλήθος — είχαν επιδερμίδα υπερβολικά σκούρα ή χλωμή, φορούσαν παλτά με αλλόκοτο κόψιμο ή λαμπερά χρώματα, μυτερά καπέλα ή μακριά φτερά. Υπήρχαν γυναίκες με πέπλο στο πρόσωπο· γυναίκες με δύσκαμπτα φορέματα, πλατιά όσο το ύψος αυτών που τα φορούσαν γυναίκες με φορέματα που αποκάλυπταν περισσότερη επιδερμίδα από κάθε σερβιτόρα ταβέρνας που είχε δει. Καμιά φορά στους συνωστισμένους δρόμους στριμώχνονταν άμαξες, με φανταχτερά χρώματα και επίχρυσα στολίδια, που τις έσερναν ομάδες τεσσάρων ή έξι αλόγων, με λοφία από φτερά στην ιπποσκευή τους. Παντού υπήρχαν χειρήλατα φορεία και οι βαστάζοι τους προχωρούσαν χωρίς να νοιάζονται ποιον έσπρωχναν στην άκρη.

Ο Ραντ είδε ν’ αρχίζει ένας καυγάς μ’ αυτόν τον τρόπο, άνδρες σωριασμένους ο ένας πάνω στον άλλον ν’ ανεβοκατεβάζουν τις γροθιές τους, ενώ ένας ωχρός άνδρας με κόκκινο ριγέ παλτό σηκωνόταν από το φορείο του, που ήταν πεσμένο με το πλάι. Δυο κουρελήδες, που πριν έμοιαζαν απλώς να περνούν, όρμηξαν πάνω του πριν προλάβει να σηκωθεί. Η διάθεση των ανθρώπων που είχαν σταθεί για να δουν άρχισε να γίνεται απειλητική, ν’ ακούγονται μουρμουρητά, να υψώνονται γροθιές. Ο Ραντ τράβηξε το μανίκι του Ματ και συνέχισε βιαστικά. Ο Ματ δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Ο ορυμαγδός ενός εκτεταμένου καυγά τους ακολούθησε στο δρόμο.

Αρκετές φορές τους πλησίασαν κάποιοι, αντί να γίνει το αντίθετο. Τα σκονισμένα ρούχα τους έδειχναν ότι ήταν νεοφερμένοι και αυτό έμοιαζε να τραβά σαν μαγνήτης ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπων. Ύποπτες φάτσες που πρόσφεραν ενθύμια του Λογκαίν, με μάτια που κοίταζαν κλεφτά τριγύρω και πόδια έτοιμα να πετάξουν. Ο Ραντ υπολόγισε πως του είχαν προσφέρει τόσα ξεφτίδια του μανδύα του ψεύτικου Δράκοντα και τόσα ρινίσματα του σπαθιού του, που έφταναν για δύο σπαθιά και για πεντ’ έξι μανδύες. Το πρόσωπο του Ματ φωτίστηκε από ενδιαφέρον, τουλάχιστον την πρώτη φορά, αλλά ο Ραντ αποκρινόταν σ’ όλους μ’ ένα κοφτό όχι και εκείνοι το δέχονταν, έκλιναν την κεφαλή, έλεγαν γοργά, “Το Φως να φωτίζει τη Βασίλισσα, καλέ μου αφέντη” και εξαφανίζονταν. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν ζωγραφισμένα πιάτα και φλιτζάνια με ευφάνταστες σκηνές, που ισχυρίζονταν πως έδειχναν τον ψεύτικο Δράκοντα, όταν τον παρουσίαζαν αλυσοδεμένο στη Βασίλισσα. Και υπήρχαν Λευκομανδίτες στους δρόμους. Όλοι προχωρούσαν σ’ ένα κενό που τους ακολουθούσε, όπως στο Μπάερλον.

Έπρεπε να περάσει απαρατήρητος, αυτό σκεφτόταν διαρκώς ο Ραντ. Είχε το μανδύα πάνω από το σπαθί, αλλά αυτό δεν θα βοηθούσε για πολύ ακόμα. Κάποια στιγμή κάποιος θα αναρωτιόταν τι έκρυβε. Δεν θα ακολουθούσε τη συμβουλή του Μπουντ να σταματήσει να το φορά — δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Ήταν κάτι που τον έδενε με τον Ταμ. Με τον πατέρα του.

Κι άλλοι στο πλήθος φορούσαν σπαθιά, αλλά κανένα δεν είχε το σημάδι του ερωδιού, που θα τραβούσε το μάτι. Όμως, όλοι οι κάτοικοι του Κάεμλυν και μερικοί ξένοι, τύλιγαν το σπαθί τους με υφασμάτινες λωρίδες. Και τη θήκη και τη λαβή. Κόκκινο ύφασμα με άσπρο κορδόνι, ή άσπρο ύφασμα με κόκκινο κορδόνι. Μπορούσες να κρύψεις εκατό σημάδια του ερωδιού κάτω από τις λωρίδες και κανένας δεν θα τα έβλεπε. Εκτός αυτού, αν ακολουθούσαν τη ντόπια μόδα, θα ταίριαζαν καλύτερα στην πόλη.

Πολλά μαγαζιά είχαν μπροστά τραπέζια, όπου εκτίθονταν τα υφάσματα και τα κορδόνια και ο Ραντ σταμάτησε σε ένα. Το κόκκινο ύφασμα ήταν φθηνότερο από το άσπρο, αν και δεν έβλεπε άλλη διαφορά εκτός από το χρώμα κι έτσι διάλεξε αυτό, μαζί με άσπρο κορδόνι, έστω κι αν ο Ματ παραπονιόταν για τα λίγα χρήματα που τους είχαν απομείνει. Ο λιγομίλητος μαγαζάτορας τους κοίταξε, στραβομουτσουνιάζοντας, από την κορφή ως τα νύχια, πήρε τα χάλκινα νομίσματα του Ραντ και τους έβρισε, όταν ο Ραντ του ζήτησε να μπει μέσα για να τυλίξει το σπαθί του.

“Δεν ήρθαμε να δούμε τον Λογκαίν”, είπε ο Ραντ υπομονετικά. “Απλώς ήρθαμε να δούμε το Κάεμλυν”. Ο μορφασμός του άλλου δεν άλλαξε. “Το Φως να φωτίζει την καλή Βασίλισσα Μοργκέις”, είπε αισιόδοξα ο Ραντ.

“Αν θες φασαρίες”, είπε ξινά ο καταστηματάρχης, “θα μαζευτούν εκατό άνθρωποι εδώ να σε περιποιηθούν, ακόμα κι αν οι Φρουροί δεν κάνουν τίποτα”. Κοντοστάθηκε για να φτύσει και παρά τρίχα θα πετύχαινε το πόδι του Ραντ, “Άντε στις βρωμιές σου”.

Ο Ραντ ένευσε, σαν να είχε ακούσει εγκάρδιο αποχαιρετισμό και έσυρε μαζί του τον Ματ. Ο Ματ κοίταζε συνεχώς πάνω από τον ώμο του το μαγαζί, γρυλίζοντας, ώσπου ο Ραντ τον έσπρωξε σε ένα άδειο σοκάκι. Αν γυρνούσαν την πλάτη στον δρόμο, κανείς δεν θα έβλεπε τι έκαναν. Ο Ραντ έβγαλε τη ζώνη του σπαθιού και άρχισε να τυλίγει το θηκάρι και τη λαβή.

“Πάω στοίχημα πως σου πήρε τα διπλά γι’ αυτό το παλιοκούρελο”, είπε ο Ματ. “Τα τριπλά”.