Ο Ραντ προσπαθούσε να στερεώσει τις λωρίδες του υφάσματος και το κορδόνι έτσι που να μην πέφτουν, αλλά ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο φαινόταν.
“Όλοι θέλουν να μας κοροϊδέψουν, Ραντ. Νομίζουν ότι ήρθαμε να δούμε τον ψεύτικο Δράκοντα, σαν όλους τους άλλους. Θα είμαστε τυχεροί, αν δεν μας σπάσουν το κεφάλι την ώρα που θα κοιμόμαστε. Δεν είναι μέρος για μας. Παραείναι πολύς ο κόσμος. Ας φύγουμε τώρα για την Ταρ Βάλον. Ή νότια, για το Ίλιαν. Θα μου άρεσε να τους δω που ετοιμάζονται για το Κυνήγι του Κέρατος. Αν δεν μπορούμε να πάμε σπίτια μας, ας σηκωθούμε να φύγουμε”.
“Εγώ θα μείνω”, είπε ο Ραντ. “Αν δεν είναι κιόλας εδώ, κάποια στιγμή θα έρθουν να μας ψάξουν”.
Δεν ήταν βέβαιος αν είχε τυλίξει το σπαθί με τον κανονικό τρόπο, αλλά οι ερωδιοί της θήκης και της λαβής ήταν κρυμμένοι και του φαινόταν καλοδεμένο. Ξαναβγήκε στο δρόμο, σίγουρος πως τώρα είχαν μια αφορμή λιγότερη για μπελάδες. Ο Ματ τον ακολούθησε απρόθυμα, σαν να τον τραβούσε με λουρί.
Ο Ραντ λίγο-λίγο βρήκε πού πήγαιναν. Στην αρχή οι οδηγίες ήταν ασαφείς, κάτι σαν “προς εκείνη την κατεύθυνση” και “πέρα κατά κει”. Όμως, όσο πιο πολύ πλησίαζαν, τόσο πιο συγκεκριμένες γινόταν, ώσπου, στο τέλος, βρέθηκαν να στέκονται μπροστά σε ένα φαρδύ πέτρινο κτίριο, με ταμπέλα που κρεμόταν πάνω από την πόρτα, τρίζοντας στον άνεμο. Έδειχνε έναν άνδρα, γονατισμένο μπροστά σε μια γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά και στέμμα, που ένα χέρι της άγγιζε το σκυμμένο κεφάλι του. Η Ευλογία της Βασίλισσας.
“Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;” ρώτησε ο Ματ.
“Φυσικά”, είπε ο Ραντ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα Η κοινή αίθουσα ήταν μεγάλη, με καλύμματα και επένδυση από σκούρο ξύλο και δύο τζάκια πρόσφεραν τη θαλπωρή τους. Μια σερβιτόρα σκούπιζε το πάτωμα, παρ’ όλο που ήταν καθαρό, ενώ μια άλλη γυάλιζε καντηλέρια στη γωνία. Και οι δύο χαμογέλασαν στους νεοφερμένους και ξανάπιασαν τη δουλειά τους.
Λίγα τραπέζια ήταν γεμάτα, αλλά οι δέκα-δώδεκα περίπου άνδρες που κάθονταν εκεί ήταν σωστό πλήθος για τόσο νωρίς το πρωί και, παρ’ όλο που κανείς δεν πήδηξε από τη χαρά τους βλέποντας τον Ραντ και τον Ματ, τουλάχιστον όλοι έμοιαζαν να είναι καθαροί και νηφάλιοι. Από την κουζίνα ερχόταν ευωδιά ψητού βοδινού και φουρνισμένου ψωμιού και του Ραντ άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια.
Χάρηκε βλέποντας ότι ο πανδοχέας ήταν παχύς· ήταν ένας άνδρας με ροδαλό πρόσωπο, άσπρη κολλαριστή ποδιά και μαλλιά που γκρίζαραν, χτενισμένα έτσι που να καλύπτουν το φαλακρό σημείο στο κεφάλι του, αν και δεν το κατάφερναν. Τους κοίταξε με το άγρυπνο βλέμμα του από την κορφή ως τα νύχια, είδε τα σκονισμένα ρούχα τους και τα μπογαλάκια τους και τις τριμμένες μπότες τους, αλλά το χαμόγελό του ήταν αβίαστο, ευχάριστο. Το όνομά του ήταν Μπέηζελ Γκιλ.
“Αφέντη Γκιλ”, είπε ο Ραντ, “μας είπε να έρθουμε εδώ ένας φίλος μας. Ο Θομ Μέριλιν. Ο-” Το χαμόγελο του πανδοχέα έσβησε. Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, αλλά εκείνος μύριζε τις ευωδιές της κουζίνας και δεν πρόσεχε τίποτα άλλο. “Κάτι πάει στραβά; Τον ξέρεις, ε;”
“Τον ξέρω”, είπε απότομα ο Γκιλ. Τώρα, πιο πολύ από κάθε τι άλλο, φαινόταν να τον ενδιαφέρει η θήκη του φλάουτου, που κρεμόταν στο πλευρό του Ραντ. “Ελάτε μαζί μου”. Έδειξε με το κεφάλι το πίσω μέρος του πανδοχείου. Ο Ραντ τράβηξε απότομα τον Ματ και ακολούθησε τον πανδοχέα, ενώ αναρωτιόταν τι συνέβαινε.
Πίσω στην κουζίνα, ο αφέντης Γκιλ κοντοστάθηκε για να μιλήσει με τη μαγείρισσα, μια στρογγυλόσωμη γυναίκα με τα μαλλιά δεμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που ανταγωνιζόταν επάξια στο μέγεθος τον πανδοχέα. Όσο μιλούσε ο αφέντης Γκιλ, δεν σταμάτησε να ανακατεύει τις κατσαρόλες της. Οι μυρωδιές ήταν τόσο ευχάριστες ―οι δυο μέρες που είχαν να φάνε ήταν θαυμάσια σάλτσα για κάθε φαγητό, αλλά οι ευωδιές θύμιζαν την κουζίνα της κυράς αλ’Βερ― και το στομάχι του Ραντ άρχισε να γουργουρίζει. Ο Ματ έσκυβε στις κατσαρόλες, με τη μύτη. Ο Ραντ τον σκούντηξε· ο Ματ σκούπισε βιαστικά τα σάλια από το πηγούνι του.
Έπειτα, ο πανδοχέας τους έβγαλε βιαστικά από την πίσω πόρτα. Βρέθηκαν στην αυλή του στάβλου, όπου έριξε μια ματιά γύρω του για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν κανείς κοντά και στράφηκε προς το μέρος τους. Προς τον Ραντ. “Τι έχει η θήκη, παλικάρι μου;”
“Το φλάουτο του Θομ”, είπε ο Ραντ αργά. Ανοιξε τη θήκη, λες και θα βοηθούσε σε τίποτα το να δείξει το φλάουτο με χρυσά και αργυρά σκαλίσματα. Το χέρι του Ματ χώθηκε στο παλτό του.
Ο αφέντης Γκιλ δεν τράβηξε τη ματιά του από τον Ραντ. “Ναι, το αναγνωρίζω. Τον είδα να το παίζει συχνά και μάλλον δεν θα βρεις όμοιό του, παρά μόνο σε βασιλική αυλή”. Το φιλικό χαμόγελο είχε χαθεί και το βλέμμα του έκοβε σαν μαχαίρι. “Πού το βρήκες; Ο Θομ θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά αυτό το φλάουτο”.