“Απλώς συνεχίσαμε, μέχρι που φτάσαμε στο Κάεμλυν”, εξήγησε. “Αυτό ήταν το αρχικό πλάνο. Στο Κάεμλυν και ύστερα στην Ταρ Βάλον”. Ανασάλεψε άβολα στην άκρη της καρέκλας του. Μετά από τόσο καιρό που τα κρατούσε όλα κρυφά, ένιωθε παράξενα, λέγοντας σε κάποιον έστω και αυτά. “Αν μείνουμε σ’ αυτή τη διαδρομή, θα μας βρουν και οι άλλοι, κάποια στιγμή”.
“Αν ζουν”, μουρμούρισε ο Ματ, σκυμμένος στο πιάτο του.
Ο Ραντ ούτε που κοίταξε τον Ματ. Κάτι τον ανάγκασε να προσθέσει, “Θα έχεις μπελάδες, αν μας βοηθήσεις”.
Ο αφέντης Γκιλ κούνησε αδιάφορα το παχουλό χέρι του. “Δεν μπορώ να πω πως θέλω μπελάδες, αλλά δεν θα είναι η πρώτη φορά που μπλέκω. Οι άτιμοι οι Σκοτεινόφιλοι δεν θα μας κάνουν να γυρίσω την πλάτη σε φίλους του Θομ. Γι’ αυτή τη φίλη σας από το βορρά, τώρα — αν έρθει, θα το μάθω. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το νου τους σ’ όσους του είδους της έρχονται και φεύγουν και τα νέα μαθεύονται”.
Ο Ραντ δίστασε, έπειτα ρώτησε, “Και η Ελάιντα;”
Κι ο πανδοχέας δίστασε και τελικά κούνησε το κεφάλι. “Δεν νομίζω. Ίσως, αν δεν είχατε σχέση με τον Θομ. Θα το έβρισκε και τότε πού θα καταλήγατε; Ποιος να ξέρει. Μπορεί σε κάνα κελί. Μπορεί κάπου χειρότερα. Λένε ότι έχει τρόπο να αισθάνεται τα πράγματα, τι συνέβη, τι μέλλει να συμβεί. Λένε ότι πάει κατευθείαν σε ό,τι θέλεις να κρύψεις. Δεν ξέρω, αλλά δεν θα το ρισκάριζα. Αν δεν ήταν ο Θομ, θα μπορούσατε να πάτε στους Φρουρούς. Αυτοί θα ξεμπέρδευαν με τους Σκοτεινόφιλους στο πι και φι. Αλλα ακόμα κι αν μπορούσατε να τον κρατήσετε κρυφό από τους Φρουρούς, τα νέα θα έφταναν στο αυτί της Ελάιντα μόλις θα λέγατε για Σκοτεινόφιλους και τότε θα ήσασταν πάλι εκεί που ξεκινήσαμε”.
“Όχι στους Φρουρούς”, συμφώνησε ο Ραντ. Ο Ματ ένευσε με ενθουσιασμό, μπούκωσε το στόμα του με το πιρούνι και γέμισε το πηγούνι του σάλτσα.
“Το πρόβλημα είναι ότι έμπλεξες με θέματα που αγγίζουν τα πολιτικά, παλικάρι μου, και τα πολιτικά είναι ένας ομιχλώδης βάλτος, γεμάτος φίδια”.
“Μα το―” άρχισε να λέει ο Ραντ, αλλά ο πανδοχέας έκανε ξαφνικά μια γκριμάτσα και η καρέκλα έτριξε κάτω από τον όγκο του, όταν ξαφνικά ίσιωσε το κορμί του.
Η μαγείρισσα στεκόταν στην είσοδο της κουζίνας, σκουπίζοντας τα χέρια με την ποδιά της. Όταν είδε τον πανδοχέα να την κοιτάζει, του έκανε νόημα να έρθει και ξαναχάθηκε στην κουζίνα.
“Λες κι είμαι παντρεμένος μαζί της”. Ο αφέντης Γκιλ αναστέναξε. “Βρίσκει τι θέλει διόρθωμα πριν εγώ καταλάβω ότι χάλασε. Τη μια βούλωσαν οι σωλήνες, την άλλη μπούκωσαν τα λούκια, την παράλλη είναι τα ποντίκια. Το μαγαζί το έχω καθαρό, καταλαβαίνετε, αλλά με τόσο κόσμο που γέμισε η πόλη, τα ποντίκια είναι παντού. Όταν μαζεύεται κόσμος έρχονται ποντίκια και ξαφνικά έπεσαν στο Κάεμλυν σαν πανούκλα. Πού να σας πω τι τιμή φτάνει αυτό τον καιρό μια καλή γάτα, μια γάτα που να πιάνει ποντίκια. Το δωμάτιό σας είναι στη σοφίτα. Θα πω στα κορίτσια ποιο είναι· όλες θα ξέρουν να σας ανεβάσουν. Και μη στενοχωριέστε για Σκοτεινόφιλους. Μπορεί οι Λευκομανδίτες να μην μου γεμίζουν το μάτι, αλλά μ’ αυτούς από τη μια μεριά και με τους Φρουρούς από την άλλη, οι βρωμεροί Σκοτεινόφιλοι δεν τολμούν να φανούν στο Κάεμλυν”. Η καρέκλα του έτριξε πάλι, όταν την έσπρωξε πίσω για να σηκωθεί. “Ελπίζω να μην είναι πάλι τα λούκια”.
Ο Ραντ ξαναγύρισε στο πιάτο του, μα είδε πως ο Ματ δεν έτρωγε πια. “Νόμιζα ότι πεινούσες”, είπε. Ο Ματ συνέχισε να κοιτάζει το φαγητό του, σπρώχνοντας μια πατάτα σε κύκλο με το πιρούνι του. “Πρέπει να φας, Ματ. Πρέπει να είμαστε γεροί για να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.
Ο Ματ άφησε ένα πικρό γελάκι. “Στην Ταρ Βάλον! Τόσον καιρό ήταν το Κάεμλυν. Η Μουαραίν θα μας περίμενε στο Κάεμλυν. Θα βρίσκαμε τον Πέριν και την Εγκουέν στο Κάεμλυν. Όλα θα ήταν μια χαρά, αν φτάναμε στο Κάεμλυν. Ε, φτάσαμε και τίποτα δεν είναι μια χαρά. Δεν είναι εδώ ούτε η Μουαραίν, ούτε ο Πέριν, ούτε κανένας. Τώρα όλα θα είναι μια χαρά αν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.