Выбрать главу

Είμαστε ζωντανοί”, είπε ο Ραντ, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκρατήσει τον τόνο του. “Είμαστε ζωντανοί. Μια χαρά ως εδώ. Και ο σκοπός μου είναι να μην πάθω τίποτα. Ο σκοπός μου είναι να μάθω γιατί είμαστε τόσο σημαντικοί. Δεν θα τα παρατήσω”.

“Τέτοια κοσμοπλημμύρα και ο καθένας μπορεί να είναι Σκοτεινόφιλος. Ο αφέντης Γκιλ σαν πολύ γρήγορα υποσχέθηκε να μας βοηθήσει. Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός, που αψηφά Άες Σεντάι και Σκοτεινόφιλους; Δεν είναι φυσικό. Ένας σωστός άνθρωπος θα μας έλεγε να φύγουμε, ή... ή... ή κάτι θα έλεγε”.

“Φάε”, είπε με απαλή φωνή ο Ραντ και τον κοίταξε, ώσπου ο Ματ έφερε στο στόμα μια μπουκιά βοδινό.

Ο Ραντ άφησε τα χέρια του να ξεκουραστούν πλάι στο πιάτο του για λίγο, πιέζοντάς τα στο τραπέζι για να μην τρέμουν. Ήταν τρομαγμένος. Όχι λόγω του αφέντη Γκιλ, φυσικά, αλλά από λόγους είχαν αρκετούς. Τα ψηλά τείχη της πόλης δεν μπορούσαν να σταματήσουν έναν Ξέθωρο. Ίσως θα έπρεπε να πει γι’ αυτό στον πανδοχέα. Όμως, ακόμα κι αν ο Γκιλ τον πίστευε, θα τους βοηθούσε αν σκεφτόταν πως, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να φανεί ένας Ξέθωρος στην Ευλογία της Βασίλισσας; Και τα ποντίκια. Μπορεί τα ποντίκια να καλοπερνούσαν εκεί που υπήρχε πολυκοσμία, αλλά ο Ραντ θυμόταν το όνειρο, που δεν ήταν όνειρο, τότε στο Μπάερλον, και μια μικρή ραχοκοκαλιά που έσπαζε. Μερικές φορές ο Σκοτεινός χρησιμοποιεί τα πτωματοφάγα σαν μάτια του, είχε πει ο Λαν. Κοράκια, ποντίκια...

Έφαγε, μα, όταν τελείωσε, δεν θυμόταν τη γεύση ούτε μιας μπουκιάς.

Μια σερβιτόρα, εκείνη που γυάλιζε τα καντηλέρια όταν είχαν μπει, τους πήγε στη σοφίτα. Ένα χωνευτό παράθυρο τρυπούσε τον επικλινή τοίχο· υπήρχαν δύο κρεβάτι, από ένα στα δεξιά και τα αριστερά του παραθύρου. Και κρεμαστάρια πλάι στην πόρτα για να κρεμούν τα ρούχα τους. Η κοπέλα με τα μαύρα μάτια έπαιζε με τη φούστα της και χασκογελούσε όποτε κοίταζε τον Ραντ. Ήταν όμορφη, όμως αυτός ήξερε πως, αν της έλεγε κάτι, θα ρεζιλευόταν. Βλέποντάς την, ευχόταν να είχε τον τρόπο του Πέριν με τα κορίτσια· χάρηκε βλέποντάς την να φεύγει.

Περίμενε ότι ο Ματ δεν θα το άφηνε έτσι ασχολίαστο, αλλά μόλις εκείνη έφυγε, ο Ματ έπεσε σ’ ένα κρεβάτι, ακόμα φορώντας τις μπότες και το μανδύα του και γύρισε ώστε ν’ αντικρίζει τον τοίχο.

Ο Ραντ κρέμασε τα πράγματά του, κοιτάζοντας την πλάτη του Ματ. Του φαινόταν πως ο Ματ είχε το χέρι στο παλτό και έσφιγγε πάλι εκείνο το εγχειρίδιο,

“Θα μείνεις έτσι ξαπλωμένος να κρύβεσαι;” είπε τελικά.

“Είμαι κουρασμένος”, μουρμούρισε ο Ματ.

“Έχουμε κι άλλα να ρωτήσουμε τον αφέντη Γκιλ. Ίσως μας πει πώς να βρούμε την Εγκουέν και τον Πέριν. Αν δεν έχασαν τα άλογά τους, ίσως τώρα να έχουν φτάσει στο Κάεμλυν”.

“Είναι πεθαμένοι”, είπε ο Ματ στον τοίχο.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε, έπειτα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του, ελπίζοντας ότι ο Ματ στ’ αλήθεια θα κοιμόταν.

Κάτω, όμως, ο αφέντης Γκιλ ήταν άφαντος, παρ’ όλο που το κοφτερό βλέμμα της μαγείρισσας έλεγε ότι κι εκείνη τον έψαχνε. Ο Ραντ κάθισε για λίγο στην κοινή αίθουσα, αλλά κατέληξε να κοιτάζει όλους τους πελάτες που έμπαιναν, όλους τους ξένους, που θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε, ή οτιδήποτε, ειδικά τη στιγμή που πρόβαλλε ακόμα η σιλουέτα τους, μια μαύρη μανδυοφορεμένη μορφή στην είσοδο. Ένας Ξέθωρος στην αίθουσα θα ήταν σαν αλεπού σε κοτέτσι.

Ένας Φρουρός μπήκε από το δρόμο. Ο άνδρας με την κόκκινη στολή σταμάτησε στην πόρτα, κοίταξε ψυχρά όσους μέσα στην αίθουσα έμοιαζαν να είναι από άλλα μέρη. Ο Ραντ κάρφωσε το βλέμμα στο τραπεζομάντιλο, όταν η ματιά του Φρουρού έπεσε πάνω του· όταν ξανασήκωσε τα μάτια, είχε φύγει.

Η μαυρομάτα περνούσε με μια αγκαλιά πετσέτες. “Έρχονται που και πού”, του εκμυστηρεύθηκε καθώς προχωρούσε. “Για να προλάβουν φασαρίες. Έχουν το νου τους σε όσους είναι πιστοί στη Βασίλισσα. Δεν έχει να κάνει με σένα”. Χασκογέλασε.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Δεν είχε να κάνει μ’ αυτόν. Φυσικά και δεν θα ερχόταν ο Φρουρός να τον ρωτήσει αν ήξερε τον Θομ Μέριλιν. Γινόταν ίδιος και χειρότερος με τον Ματ. Έσπρωξε την καρέκλα του πιο πίσω.

Μια άλλη σερβιτόρα κοίταζε το λάδι στις λάμπες του τοίχου.

“Υπάρχει άλλο δωμάτιο για να καθίσω;” τη ρώτησε. Δεν ήθελε να ξανανέβει πάνω και να κρυφτεί εκεί με τον Ματ, που είχε κλειστεί στον εαυτό του. “Ίσως κάποια ιδιωτική τραπεζαρία, που δεν έχει κόσμο;”

“Υπάρχει η βιβλιοθήκη”. Του έδειξε μια πόρτα “Από κει, στα δεξιά, στο τέλος του διαδρόμου. Μπορεί να είναι άδεια τέτοια ώρα”.

“Σ’ ευχαριστώ. Αν δεις τον αφέντη Γκιλ, μπορείς να του πεις ότι, αν του περισσεύει λίγη ώρα, ο Ραντ αλ’Θορ θέλει να του μιλήσει;”