Выбрать главу

“Θα του το πω”, είπε εκείνη και μετά χαμογέλασε πλατιά. “Κι η μαγείρισσα τον θέλει”.

Ο πανδοχέας μάλλον κρυβόταν, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς πήγαινε στην πόρτα.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο που του είχε πει, σταμάτησε κι απέμεινε να κοιτάζει. Τα ράφια πρέπει να είχαν τριακόσια ή τετρακόσια βιβλία, περισσότερα απ’ όσα είχε δει ποτέ στο ίδιο μέρος. Ντυμένα με ύφασμα, δερματόδετα με επίχρυσες ράχες. Ελάχιστα είχαν ξύλινα εξώφυλλα. Τα μάτια του καταβρόχθισαν τους τίτλους, διάλεξαν παλιά αγαπημένα. Τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρου. Τα Δοκίμια τον Γουίλιμ τον Μανέτσίς. Του κόπηκε η ανάσα στη θέα ενός δερματόδετου αντίτυπου του Ταξίδια με τους Θαλασσινούς. Ο Ταμ πάντα ήθελε να το διαβάσει.

Είδε με το νου του τον Ταμ να γυρνά το βιβλίο στα χέρια του χαμογελώντας, να το νιώθει, πριν καθίσει μπροστά στο τζάκι για να το διαβάσει καπνίζοντας την πίπα του. Το χέρι του έσφιξε το σπαθί του με μια αίσθηση απώλειας, μια αίσθηση κενού, που έσβησε τη χαρά του για τα βιβλία.

Κάποιος έβηξε πίσω του για να καθαρίσει το λαιμό του κατ ο Ραντ, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνος του. Γύρισε, έτοιμος να απολογηθεί για την αγένειλά του. Είχε συνηθίσει να είναι ψηλότερος απ’ όσους συναντούσε, αλλά αυτή τη φορά το βλέμμα Του συνέχισε να ταξιδεύει ψηλά, ακόμα πιο ψηλά και το στόμα του άνοιξε. Έπειτα η ματιά του έφτασε σε ένα κεφάλι, που πλησίαζε το ύψους τριών μέτρων ταβάνι. Μια μύτη πλατιά όσο το πρόσωπο, τόσο φαρδιά, που ήταν μάλλον μουσούδα παρά μύτη. Φρύδια που κρέμονταν σαν ουρές, περνώντας δίπλα από χλωμά μάτια, μεγάλα σαν πιατάκια του τσαγιού. Αυτιά που πετιόνταν κατέληγαν σε φουντωτές μύτες, περνώντας μέσα από μια πυκνή, μελαχρινή λεοντή. Τρόλοκ! Άφησε μια κραυγή και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει και να βγάλει το σπαθί του. Τα πόδια του μπερδεύτηκαν και σωριάστηκε κάτω.

“Μακάρι να μην κάνατε έτσι εσείς οι άνθρωποι”, μπουμπούνισε μια φωνή, που αντηχούσε σαν τύμπανο. Τα φουντωτά αυτιά συσπάστηκαν απότομα και η φωνή γέμισε λύπη. “Τόσο λίγοι μας θυμάστε. Μπορεί να είναι δικό μας το σφάλμα. Λίγοι από μας έρχονται κοντά στους ανθρώπους, από τότε που έπεσε η Σκιά στις Οδούς. Αυτό έγινε... α, έξι γενιές πέρασαν. Ήταν ακριβώς μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ”. Το δασύτριχο κεφάλι κουνήθηκε και άφησε ένα αναστεναγμό, που θα ταίριαζε σε ταύρο. “Πολύς καιρός, πολύς καιρός, ενώ είναι τόσο λίγοι αυτοί που ταξιδεύουν και βλέπουν, που είναι σαν να μην υπάρχει κανείς”.

Ο Ραντ στάθηκε εκεί μια στιγμή με το στόμα του ορθάνοιχτο, κοιτώντας· η οπτασία φορούσε μπότες, που φάρδαιναν στα δάχτυλα και ανέβαιναν ως τα γόνατα και σκούρο μπλε παλτό, που κούμπωνε από το λαιμό ως τη μέση και μετά φάρδαινε και κατέβαινε ως τις μπότες, σαν κιλτ πάνω από φαρδύ παντελόνι. Στο ένα χέρι κρατούσε βιβλίο, το οποίο φαινόταν συγκριτικά μικροσκοπικό, ενώ ένα δάχτυλο, τόσο μεγάλο που έκανε για τρία, έκανε το σελιδοδείκτη.

“Νόμιζα ότι ήσουν-” άρχισε να λέει, έπειτα συγκρατήθηκε. “Τι είσ―;” Ούτε κι αυτό ήταν καλύτερο. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι του επιφυλακτικά. “Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’Θορ”.

Ένα χέρι, μεγάλο σαν χοιρινό μπούτι, κατάπιε το δικό του· το συνόδευε μια επίσημη υπόκλιση. “Λόιαλ, γιος του Άρεντ, του γιου του Χάλαν. Το όνομά σου τραγουδά στ’ αυτιά μου, Ραντ αλ’Θορ”.

Ήταν κάπως εξωπραγματικό. Ακόμα δεν ήξερε τι ήταν ο Λόιαλ. Τα πελώρια δάχτυλα του Λόιαλ τον έσφιγγαν απροσδόκητα απαλά, όμως ένιωσε ανακούφιση όταν τράβηξε το χέρι του.

“Εσείς οι άνθρωποι εύκολα εξάπτεστε”, είπε ο Λόιαλ με το μπάσο μπουμπουνητό του. “Φυσικά, είχα ακούσει όλες τις ιστορίες και είχα διαβάσει τα βιβλία, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Την πρώτη μου μέρα στο Κάεμλυν δεν πίστευα ότι έβλεπα τόση αναταραχή. Τα παιδιά έκλαιγαν, οι γυναίκες τσίριζαν, ένας όχλος με κυνήγησε σ’ όλη την πόλη, ανεμίζοντας ρόπαλα και μαχαίρια και δαυλούς, φωνάζοντας, “Τρόλοκ!” Φοβάμαι πως είχα ταραχτεί λιγάκι. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν, αν δεν είχε έρθει ένα απόσπασμα των Φρουρών της Βασίλισσας”.

“Ευτυχώς”, είπε αχνά ο Ραντ.

“Ναι, αλλά ακόμα και οι Φρουροί έμοιαζαν να με φοβούνται όσο και οι άλλοι. Είμαι τέσσερις μέρες τώρα στο Κάεμλυν και δεν κατάφερα να ξεμυτίσω από το πανδοχείο. Ο καλός αφέντης Γκιλ μου ζήτησε, μάλιστα, να μην κάθομαι στην κοινή αίθουσα”. Τα αυτιά του τινάχτηκαν. “Όχι ότι δεν μου πρόσφερε κάθε φιλοξενία, καταλαβαίνεις. Αλλά έγινε κάποια φασαρία την πρώτη νύχτα. Όλοι οι άνθρωποι φαίνεται πως ήθελαν να φύγουν αμέσως. Τόσες φωνές και ουρλιαχτά, όλοι προσπαθούσαν να βγουν την ίδια στιγμή από την πόρτα. Μπορεί να τραυματιζόταν κανείς”.