Выбрать главу

Ο Ραντ κοίταζε συνεπαρμένος τα αυτιά που σάλευαν.

“Ειλικρινά σου λέω, δεν έφυγα από το στέντιγκ για να δω τέτοια πράγματα”.

“Είσαι Ογκιρανός!” αναφώνησε ο Ραντ. “Στάσου. Έξι γενιές; Είπες για τους Πολέμους των Τρόλοκ! Πόσων χρονών είσαι;” Κατάλαβε ότι ήταν αγένεια τη στιγμή που οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του, αλλά ο Λόιαλ, αντί να προσβληθεί, έδειξε αμηχανία.

“Ενενήντα χρονών”, είπε δαγκωμένα ο Ογκιρανός. “Μόνο δέκα χρόνια μένουν για να απευθυνθώ στο Κούτσουρο. Νομίζω πως οι Πρεσβύτεροι έπρεπε να με αφήσουν να μιλήσω, αφού προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν μπορούσα να φύγω ή όχι. Αλλά πάντα ανησυχούν για εκείνους που βγαίνουν Έξω, όποια κι αν είναι η ηλικία τους. Εσείς οι άνθρωποι είστε τόσο βιαστικοί, τόσο άστατοι”. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και έκανε μια μικρή υπόκλιση. “Σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Δεν έπρεπε να το πω. Αλλά συνεχώς πολεμάτε, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος”.

“Δεν πειράζει”, είπε ο Ραντ. Ακόμα προσπαθούσε να συλλάβει την ηλικία του Λόιαλ. Ήταν μεγαλύτερος από τον Τσεν Μπούι, αλλά δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να... Κάθισε σε μια από τις καρέκλες με την ψηλή ράχη. Ο Λόιαλ πήρε μια άλλη, διθέσια, τη γέμισε ολόκληρη. Καθιστός ήταν ψηλότερος από όσο θα ήταν οι περισσότεροι άνδρες όρθιοι. “Τουλάχιστον σε άφησαν να φύγεις”.

Ο Λόιαλ κοίταξε το πάτωμα, σουφρώνοντας τη μύτη του και τρίβοντας την μ’ ένα χοντρό δάχτυλο. “Να, μιας και λέμε γι’ αυτό. Βλέπεις, στο Κούτσουρο δεν είχαν καιρό που συναντιόνταν, ούτε χρόνο, αλλά, απ’ αυτά που άκουγα, καταλάβαινα πως μέχρι να πάρουν απόφαση θα ήμουν αρκετά μεγάλος για να φύγω δίχως την άδειά τους. Φοβάμαι πως θα πουν ότι έβαλα μακρύ στειλιάρι στο τσεκούρι μου, αλλά εγώ... σηκώθηκα κι έφυγα. Οι Πρεσβύτεροι πάντα έλεγαν πως ήμουν θερμόαιμος και φοβάμαι πως απέδειξα ότι έχουν δίκιο. Αναρωτιέμαι, αν έχουν καταλάβει ότι έφυγα; Αλλά έπρεπε να φύγω”.

Ο Ραντ δάγκωσε τα χείλη για να μη γελάσει. Αν ο Λόιαλ ήταν από τους θερμόαιμους, τότε ο Ραντ μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν οι περισσότεροι Ογκιρανοί. Δεν είχαν καιρό που συναντιόνταν, ούτε χρόνο; Ο αφέντης αλ’Βερ θα κουνούσε το κεφάλι απορημένα. Αν μια συνάντηση του Συμβουλίου του Χωριού κρατούσε μισή μέρα, όλοι θα ήταν νευρικοί που είχε τραβήξει τόσο, ακόμα και ο Χάραλ Λούχαν. Τον κατέκλυσε η νοσταλγία και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, καθώς θυμόταν τον Ταμ, την Εγκουέν, το Πανδοχείο της Οινοπηγής, το Μπελ Τάιν στο Λιβάδι, σε πιο ευτυχισμένους καιρούς. Απόδιωξε τις αναμνήσεις.

“Αν δεν σε πειράζει που ρωτώ”, είπε, βήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό του, “γιατί ήθελες τόσο πολύ να πας... ε, Έξω; Εγώ εύχομαι να μην είχα φύγει ποτέ από το σπίτι μου”.

“Μα, για να δω”, είπε ο Λόιαλ, σαν να ήταν το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο. “Διάβασα τα βιβλία, τις αφηγήσεις των ταξιδιωτών και άρχισε να καίει μέσα μου η ανάγκη να δω, όχι μόνο να διαβάζω”. Τα χλωμά του μάτια έλαμψαν και τα αυτιά του πάγωσαν. “Μελέτησα το παραμικρό που μπορούσα να βρω για τα ταξίδια, για τις Οδούς, για τα έθιμα στις χώρες των ανθρώπων, για τις πόλεις που σας φτιάξαμε μετά το Τσάκισμα του Κόσμου. Κι όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο σίγουρος ήμουν πως έπρεπε να βγω Έξω, να πάω στα μέρη που ήμασταν κάποτε και να δω με τα μάτια μου τα άλση”.

Ο Ραντ βλεφάρισε. “Τα άλση;”

“Ναι, τα άλση. Τα δέντρα. Φυσικά, λίγα μόνο από τα Μεγάλα Δέντρα ορθώνονται στον ουρανό για να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις των στέντιγκ”. Η καρέκλα του έτριξε, καθώς έσκυβε μπροστά, χειρονομώντας, κρατώντας ακόμα το βιβλίο. Τα μάτια του έλαμπαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά και τα αυτιά του σχεδόν τρεμούλιαζαν. “Κυρίως χρησιμοποιούσαν τα δέντρα της γης και του μέρους. Δεν μπορείς να κάνεις τη γη να στραφεί εναντίον του εαυτού της. Τουλάχιστον όχι για μεγάλο διάστημα· η γη θα ξεσηκωθεί. Πρέπει να πλάσεις το όραμα σύμφωνα με τη γη, όχι τη γη σύμφωνα με το όραμα. Σε κάθε άλσος φύτεψαν κάθε δέντρο που μπορούσε να μεγαλώσει και να θεριέψει σε κείνο το μέρος, όλα ισορροπημένα μεταξύ τους, όλα τοποθετημένα για να συμπληρώνουν τα άλλα, για να μεγαλώσουν καλύτερα, φυσικά, αλλά, επίσης, με τρόπο που η ισορροπία τους να είναι ένα τραγούδι για το μάτι και την καρδιά. Α, τα βιβλία έλεγαν για άλση, που έκαναν τους Πρεσβύτερους να γελούν και να κλαίνε την ίδια στιγμή, για άλση που θα παρέμεναν χλωρά στις μνήμες για πάντα”.

“Και οι πόλεις;” ρώτησε ο Ραντ. Ο Λόιαλ τον κοίταξε μπερδεμένος. “Οι πόλεις. Οι πόλεις που έφτιαξαν οι Ογκιρανοί. Εδώ, για παράδειγμα. Το Κάεμλυν, Δεν φτιάξατε εσείς οι Ογκιρανοί το Κάεμλυν; Έτσι λένε οι ιστορίες”.

“Να δουλεύεις την πέτρα..” Ανασήκωσε τους ογκώδεις ώμους του. “Αυτό ήταν απλώς κάτι που είχε γίνει γνωστό στα χρόνια μετά το Τσάκισμα, κατά την Εξορία, όταν ακόμα προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε το στέντιγκ. Ε, ωραίο είναι, θα έλεγα, μα όχι αληθινό. Όσο και να προσπαθήσεις —και διάβασα ότι οι Ογκιρανοί που έχτισαν αυτές τις πόλεις έβαλαν τα δυνατά τους— δεν μπορείς να κάνεις την πέτρα να ζήσει. Μερικοί ακόμα δουλεύουν την πέτρα, αλλά μόνο επειδή εσείς οι άνθρωποι χαλάτε τα κτίρια τόσο συχνά με τους πολέμους σας. Όταν πέρασα από την... ε... Καιρχίν, έτσι λέγεται τώρα, υπήρχαν μερικοί Ογκιρανοί. Ευτυχώς ήταν από άλλο στέντιγκ ΚΙ έτσι δεν ήξεραν για μένα, αλλά τους φάνηκε ύποπτο που ήμουν Έξω μόνος, τόσο μικρός. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν είχα λόγο να μείνω κι άλλο εκεί. Βλέπεις, όπως και να ’χει, το να δουλεύουμε την πέτρα είναι κάτι που μας επιβλήθηκε από το πλέξιμο του Σχήματος· τα άλση βγήκαν από την καρδιά”.