Выбрать главу

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Οι μισές ιστορίες με τις οποίες είχε μεγαλώσει μόλις είχαν διαψευσθεί. “Δεν ήξερα ότι οι Ογκιρανοί πιστεύουν στο Σχήμα, Λόιαλ”.

“Φυσικά και πιστεύουμε. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει το Σχήμα των Εποχών και οι ζωές είναι τα νήματα που υφαίνει. Κανένας δεν ξέρει πώς θα πλεχτεί το νήμα της ζωής του στο Σχήμα, ή πώς θα πλεχτεί το νήμα ενός λαού. Μας έδωσε το Τσάκισμα του Κόσμου και την Εξορία και την Πέτρα και τη Λαχτάρα. Και τελικά μας ξανάδωσε τα στέντιγκ πριν πεθάνουμε. Μερικές φορές νομίζω, πως ο λόγος που εσείς οι άνθρωποι είστε έτσι όπως είστε είναι επειδή τα νήματά σας είναι τόσο κοντά. Πρέπει να τρυπώνουν εδώ κι εκεί στην πλέξη. Α, για δες, το ξανάκανα. Οι Πρεσβύτεροι λένε πως εσείς οι άνθρωποι δεν θέλετε να σας θυμίζουν πόσο λίγο καιρό ζείτε. Ελπίζω να μην πλήγωσα τα αισθήματά σου”.

Ο Ραντ γέλασε και κούνησε το κεφάλι. “Καθόλου. Μου φαίνεται πως θα ήταν ωραίο να ζούσαμε όσο κι εσείς, αλλά ποτέ μου δεν το σκέφτηκα. Νομίζω πως όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι, αν έφταναν στην ηλικία του Τσεν Μπούι”.

“Είναι πολύ ηλικιωμένος αυτός;”

Ο Ραντ απλώς ένευσε. Δεν ήθελε να εξηγήσει πως ο γέρο — Τσεν δεν είχε τα χρόνια του Λόιαλ.

“Καλά”, είπε ο Λόιαλ, “μπορεί η ζωή σας να είναι σύντομη, αλλά κάνετε τόσα πράγματα, τρέχετε πέρα-δώθε, δεν κάθεστε ούτε στιγμή. Κι έχετε ολόκληρο τον κόσμο στη διάθεσή σας. Εμείς οι Ογκιρανοί είμαστε δεσμευμένοι στα στέντιγκ μας”.

“Είσαι Έξω”.

“Για λίγο διάστημα, Ραντ. Αλλά στο τέλος θα πρέπει να επιστρέψω. Αυτός ο κόσμος είναι δικός σου, δικός σου και του είδους σου. Τα στέντιγκ είναι δικά μου. Εδώ ’Εξω υπάρχει μεγάλη ανακατωσούρα Και τόσα πολλά έχουν αλλάξει απ’ αυτά που διάβασα”.

“Ε, τα πράγματα αλλάξουν με τον καιρό. Κάποια αλλάζουν, τέλος πάντων”.

“Κάποια; Οι μισές πόλεις που διάβαζα δεν υπάρχουν πια, ενώ οι υπόλοιπες είναι γνωστές με διαφορετικά ονόματα. Πάρε την Καιρχίν. Το σωστό όνομα της πόλης είναι Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν, Λόφος της Χρυσής Αυγής. Δεν το θυμούνται καν, παρά την ανατολή του ήλιου που έχουν στα λάβαρά τους. Και το άλσος εδώ. Αμφιβάλλω αν το περιποιήθηκε κανείς μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ. Τώρα δεν είναι παρά άλλο ένα δάσος για να κόβουν ξύλα για το τζάκι. Τα Μεγάλα Δέντρα χάθηκαν και κανένας δεν τα θυμάται. Κι εδώ; Το Κάεμλυν είναι ακόμα Κάεμλυν, αλλά αφήνουν την πόλη να απλωθεί μέσα στο άλσος. Δεν απέχουμε ούτε πεντακόσια βήματα από το κέντρο του εδώ που καθόμαστε — από κει που θα έπρεπε να είναι το κέντρο. Δεν απέμεινε ούτε ένα δέντρο. Πήγα και στο Δάκρυ και στο Ίλιαν. Διαφορετικά ονόματα, καθόλου μνήμες. Υπάρχει μόνο ένα χορτολίβαδο για τα άλογά τους εκεί που ήταν το άλσος στο Δάκρυ και στο Ίλιαν το άλσος είναι το πάρκο του Βασιλιά, όπου κυνηγά ελάφια και δεν αφήνουν να μπει κανείς μέσα χωρίς την άδειά του. Τα πάντα άλλαξαν, Ραντ. Πολύ φοβάμαι πως θα βρω την ίδια κατάσταση όπου και να πάω. Όλα τα άλση εξαφανισμένα, όλες τις μνήμες χαμένες, όλα τα όνειρα νεκρά”.

“Δεν μπορείς να τα παρατήσεις, Λόιαλ. Ποτέ δεν μπορείς να τα παρατήσεις. Αν το κάνεις, προτιμότερος θα ήταν ο θάνατος”. Ο Ραντ έγειρε πίσω στην καρέκλα του όσο πιο βιαστικά μπορούσε, με το πρόσωπο κατακόκκινο. Περίμενε πως ο Ογκιρανός θα γελούσε μαζί του, αντίθετα, όμως, ο Λόιαλ συμφώνησε με σοβαρό ύφος.

“Ναι, έτσι δεν κάνετε εσείς οι άνθρωποι;” Η φωνή του Ογκιρανού άλλαξε, σαν να απήγγειλε κάτι. “Μέχρι να χαθεί ο ίσκιος, μέχρι να χαθεί το νερό στη Σκιά, γυμνώνοντας τα δόντια, ουρλιάζοντας ανυπάκουα με την τελευταία ανάσα, για να φτύσουμε στο μάτι του Τυφλωτή την Τελευταία Μέρα”. Ο Λόιαλ έγειρε το δασύτριχο κεφάλι του με προσμονή, αλλά ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι πρόσμενε.

Πέρασε ένα λεπτό που ο Λόιαλ περίμενε και δεύτερο και τα μακριά φρύδια του έσμιξαν με απορία. Αλλά συνέχισε να περιμένει. Και ο Ραντ ένιωσε αμήχανος μέσα στη σιωπή.